Επισήμως η Ρωσία αποτελεί την εθνική μας απειλή

0
31

Θεωρώ την από βήματος παρουσία και ομιλία προς το αμερικανικό Κογκρέσο ενός Ελληνα αξιωματούχου χρήσιμη, καθότι μέσω αυτής δίνεται η ευκαιρία να διαδοθούν σε παγκόσμιο επίπεδο πανανθρώπινες αξίες όπως η δημοκρατία και η ισονομία, τις οποίες ιστορικά πρεσβεύει η χώρα μας. Κάποιοι από τους περισσότερους από 110 ηγέτες και αξιωματούχους που από βήματος είχαν απευθυνθεί στο Κογκρέσο, όπως ο Νέλσον Μαντέλα και ο Πάπας Φραγκίσκος, είχαν την πρόθεση να χρησιμοποιήσουν το βήμα που τους δινόταν για να προαγάγουν τις πεποιθήσεις τους για ταπεινότητα μέσα από τη διατήρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Κάτι τέτοιο επιχείρησε και ο πρωθυπουργός μας αναφερόμενος σε «μία από τις αρετές που έχουν περισσότερο ψηλά οι Ελληνες [και] ονομάζεται “σωφροσύνη”, μια λέξη που αποδίδεται καλύτερα ως αυτοέλεγχος, εγκράτεια και αρμονία», και αργότερα «οι αρχαίοι Ελληνες θεωρούσαν την αλαζονεία και την υπερβολή ως τις μεγαλύτερες απειλές για τη δημοκρατία». Η βαρύτητα όμως των σημαντικών «αριστοτελικών» γνωμικών ενισχύεται ή αδυνατίζει από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του προσώπου που τα επικαλείται και στο σημείο αυτό φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα, καθότι πολλές φορές ο πρωθυπουργός μας έχει φλερτάρει με το σύνδρομο της ύβρεως, όπως στην περίπτωση της αποστολής στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία χωρίς τη σύγκληση ΚΥΣΕΑ και ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών.

Ομως αυτός ήταν και ο καθοδηγούμενος από τον «εξωτερικό παράγοντα» στόχος, η ενεργή στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας υπέρ της Ουκρανίας και τελικά η πλήρης εξυπηρέτηση των αμερικανικών γεωπολιτικών συμφερόντων στην περιοχή. Η αναφορά του στην Αλεξανδρούπολη, τη Σούδα και την ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία που πρόσφατα ανανεώθηκε επ’ αόριστον έδωσε το σήμα στην Πελόζι, σαν ένας άτυπος εμψυχωτής, να αναζητήσει το χειροκρότημα των μελών του Κογκρέσου που ανταποκρίθηκαν, άλλοι ένθερμα και άλλοι βαριεστημένα, στο πρόσταγμά της. Αλλωστε ήταν οικεία η αντίδραση αυτή για τους παρευρισκομένους, καθότι με φόντο το περιβάλλον του Κογκρέσου η σειρά «Η αμερικανοποίηση της Ουκρανίας» είχε φτάσει στον τρίτο «κύκλο» της.

Ο πρώτος ήταν με την παρουσία του Ποροσένκο στο Κογκρέσο τον Σεπτέμβριο του ’14, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, ο δεύτερος τον περασμένο Μάρτιο με την τηλεομιλία Ζελένσκι μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο τρίτος τώρα, με την ομιλία Μητσοτάκη που, αφού τόνισε, όπως και οι προηγούμενοι, την επιθετικότητα της Ρωσίας, διαχώρισε την αμερικανική ιμπεριαλιστική στρατηγική από τη ρωσική, ενδύοντας την πρώτη με ένα άρωμα δημοκρατίας και βρίσκοντας κοινές αξίες στην αμερικανική πολιτική με αυτές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Εφτασε δε στο ατόπημα να συγκρίνει το Μεσολόγγι του 1826 με τη Μαριούπολη του 2022, συγχέοντας, προφανώς εσκεμμένα, έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με έναν αγώνα γεωπολιτικής επικράτησης μεταξύ δύο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Είναι κρίμα που ένας πρωθυπουργός της Ελλάδας διαστρέβλωσε την ουσία των ιστορικών γνωμικών που τα επικαλέστηκε στον βωμό της τέρψης των αυτιών των ακροατών του, που αντέδρασαν σαν θεατές μιας καθησυχαστικής, χρήσιμης και τελικά ψυχαγωγικής γι’ αυτούς παράστασης. Ηταν χαρακτηριστική η επισήμανσή του: «Θα πρέπει να πω στους συναδέλφους μου ότι τόσο χειροκρότημα δεν παίρνω ούτε στην ελληνική Βουλή».

Ο πρωθυπουργός της χώρας μας χειροκροτήθηκε επτά φορές κατά την ομιλία του στο Κογκρέσο γιατί με τη σύνδεση των επιλογών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής με τον Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έδωσε το άλλοθι στους κατά Μητσοτάκη «θεματοφύλακες της δημοκρατίας» για να ξεχαστεί για λίγο η αμερικανική (στρατιωτική αλλά και μέσω CIA), πρόσφατη παρεμβατικότητά της στην Ουκρανία και στο Αφγανιστάν (1979-92 και 2001-2021) αλλά και παλαιότερα**, στην Κίνα (1945-60), στην Ιταλία (1947-48 και στις δεκαετίες από 1950-70), στην Ελλάδα (1947-50 και 1964-74), στις Φιλιππίνες (δεκαετίες 1940 και 1950), στην Κορέα (1945-53), στην Αλβανία (1949-53 και 1991), στη Γερμανία (δεκαετία ’50), στο Ιράν (1953), στη Γουατεμάλα (1953-54, 1960 και 1962 έως δεκαετία 1980), στην Κόστα Ρίκα (μέσα δεκαετίας ’50 και 1970-71), στη Συρία (1956-57 και 2011), στην Ινδονησία (1957-58), στη Βρετανική Γουιάνα (1953-64), στη Σοβιετική Ενωση (τέλος δεκαετίας 1940 μέχρι και 1960), στο Βιετνάμ (1950-73), στην Καμπότζη (1955-73), στο Λάος (1957-73), στην Αϊτή (1959-63 και 1986-94), στην Αλγερία (γαλλική τότε – δεκαετία 1960), στο Εκουαδόρ (1960-63), στο Κονγκό (1960-64), στη Βραζιλία (1961-64), στο Περού (1960-65), στη Δομινικανή Δημοκρατία (1960-66), στην Κούβα (1959 έως δεκαετία 1980), στην Ινδονησία (1965), στην Γκάνα (1966), στην Ουρουγουάη (1964-70), στη Χιλή (1964-73), στη Βολιβία (1964-75), στο Ιράκ (1972-75, 1990-91 και πρόσφατα), στην Αυστραλία (1973-75), στην Αγκόλα (1975 έως δεκαετία 1980), στο Ζαΐρ (1975-78), στην Τζαμάικα (1976-1980), στις Σεϊχέλες (1979-81), στη Γρενάδα (1979-84), στο Μαρόκο (1983), στο Σουρινάμ (1982-84), στη Λιβύη (1981-89), στη Νικαράγουα (1978-1990), στον Παναμά (1969-91), στη Βουλγαρία (1990) και στο Ελ Σαλβαδόρ (1980-94).

Η αναφορά του Ελληνα πρωθυπουργού στα μαχητικά αεροσκάφη F-35, την προηγούμενη ημέρα της ομιλίας του στο Κογκρέσο κατά τη δεξίωση που παρέθεσε προς τιμήν του στον Λευκό Οίκο το ζεύγος Μπάιντεν, και η πρόθεσή του αυτά να ενταχθούν στα οπλικά μέσα της χώρας μας πριν από το τέλος της δεκαετίας συμβαδίζουν με τη λογική της πλήρους αμυντικής εξάρτησης, κυρίως από την Αμερική και δευτερευόντως από το ΝΑΤΟ, που έχει καθιερώσει τουλάχιστον στα υψηλά κλιμάκια της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Αμυνας.

Εχει αποδειχθεί ότι για την πλήρη επιχειρησιακή αξιοποίηση του υπόψη αεροσκάφους σε εθνικό επίπεδο απαιτείται υποδομή την οποία δεν διαθέτει η Ελλάδα και είναι αμφίβολο αν θα την αποκτήσει ποτέ. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την άποψη των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ ότι «θα πρέπει να τα βρούμε» με την Τουρκία, μη διαχωρίζοντας στον σχεδιασμό τους τα ελληνικά και τουρκικά εναέρια ίχνη σε φίλια και εχθρικά, οδηγεί σε μια αγορά που θα χρηματοδοτηθεί από τον Ελληνα φορολογούμενο για να χρησιμοποιηθεί για την εξασφάλιση κυρίως των αμερικανοΝΑΤΟϊκών γεωπολιτικών συμφερόντων. Αυτή είναι η ίδια λογική Ποροσένκο και Ζελένσκι που χειροκρότησε το Αμερικανικό Κογκρέσο πριν από αυτήν του Ελληνα πρωθυπουργού.

Το πρόσφατο «Μητσοτάκης γιοκ» του πρόεδρου Ερντογάν είναι σύμφωνο και με την αντίληψη του πρώτου, πως, σε ό,τι αφορά την εθνική μας άμυνα, προτεραιότητά του δεν είναι ο Ερντογάν και η Τουρκία. Ετσι, ούτε στην προαναφερόμενη αλλά ούτε και σε αυτήν του Κογκρέσου ομιλία του αναφέρθηκε ονομαστικά στην Τουρκία, κάνοντας έμμεσα παραπομπές σε μάλλον εξωγήινους που παραβιάζουν τον εθνικό εναέριο χώρο της χώρας μας. Ταυτόχρονα όμως έκανε συγκεκριμένες αναφορές στην επιθετική Ρωσία και στον ηγέτη της. Αν αυτές είναι και οι πραγματικές επιλογές του, τότε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος θα έχει αρκετή δουλειά για να τροποποιήσει την Πολιτική Εθνικής Αμυνας του Βαγγέλη Βενιζέλου, προσδιορίζοντας τα χαρακτηριστικά της νέας απειλής που θα δικαιολογήσουν και την αγορά των νέων οπλικών συστημάτων.

*Υποπτέραρχος (Ι) ε.α. **«Killing Hope US Military & CIA Interventions since WW II» William Blum, Zed Books, 2003

Πηγή