Φώτης Βαλλάτος: Έχω πάει σε περίπου εβδομήντα πέντε χώρες. Δεν είναι πολλές.

0
36

Στα χαρτιά είμαι Αθηναίος. Kι αυτό γιατί ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, ήταν μπαρκαρισμένος, δεν ήταν πολύ εύκολο να έρθει στη γέννα. Οι γονείς της μάνας μου είχαν μετακομίσει από την Κεφαλονιά στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και εκείνη, επειδή δεν ήθελε να γεννήσει μόνη της, ήρθε εδώ. Οπότε γεννήθηκα στην Αθήνα από σπόντα.

• Πέρασα την παιδική μου ηλικία στην Κεφαλονιά και όταν ήρθε η στιγμή να πάω σχολείο, μετακομίσαμε στην Πάτρα, στην κοντινότερη μεγάλη πόλη που είχε καλύτερη εκπαίδευση και προοπτική για το μέλλον των παιδιών της οικογένειας. Χριστούγεννα, Πάσχα, τρεις μήνες το καλοκαίρι επιστρέφαμε στο νησί, είχαμε πάντα αυτό το δίπορτο. Είμαι, λοιπόν, Κεφαλονίτης που έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Με την Πάτρα δεν αισθάνομαι καμία σύνδεση, βρεθήκαμε εκεί για πρακτικούς λόγους.

• Ο παππούς μου ο Γεράσιμος ήταν μάγειρας, δούλευε στο Αθηναϊκόν, ένα από τα πιο κλασικά μαγειρεία της Αθήνας, μετά «ανέβηκε σκαλοπάτια» και έγινε σεφ σε εστιατόρια καλών ξενοδοχείων της εποχής. Η Ελλάδα τότε κοίταζε πιο πολύ στη Δύση παρά στην παράδοση, απ’ όσο πιο δυτικά ερχόντουσαν τα πράγματα, τόσο καλύτερα. Έτσι, ο παππούς ήταν από αυτούς που έπαιρναν τα καρότα και τα έκαναν να μοιάζουν με κύκνους, ακολουθούσε αυτήν τη show off γαστρονομική τάση των ’80s, που τότε τη θεωρούσαν επαναστατική. Γύρω στα δεκαεφτά, η πρώτη μου δουλειά ήταν κρεπερίστας και μετά σερβιτόρος σε ταβέρνες στην Κεφαλονιά. Οι κρέπες δεν μου άρεσαν, αλλά απολάμβανα την επικοινωνία με τον κόσμο. Μου άρεσε τόσο, που οι ιδιοκτήτες το παρεξηγούσαν. Ο παππούς είχε χαρεί πάρα πολύ τότε και μου έδινε συμβουλές, τον δεκάλογο του καλού σερβιτόρου.

 

Έχω πάει σε περίπου εβδομήντα πέντε χώρες. Δεν είναι πολλές. Γιατί όσο περισσότερο ταξιδεύεις και όσο περισσότερα μέρη γνωρίζεις τόσο περισσότερο συνειδητοποιείς πόσο λίγο γνωρίζεις τον κόσμο. Έχω πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μου.

• Ο παππούς μου ο Φώτης ήταν επαγγελματίας ψαράς. Ψάρευε μόνος του, πούλαγε ό,τι έβγαζε, το μεσημέρι μπάλωνε τα δίχτυα ‒ μετά δεν τον πετύχαινες στο καφενείο, πήγαινε για ύπνο. Δεν έφυγε ποτέ από το νησί. Με αυτόν έμαθα τα ψάρια, τρώγαμε αστακούς και κωλοχτύπες απ’ όταν ήμουν μωρό. Αρνί δεν ήξερα τι σημαίνει, έφαγα στα είκοσι. Η πιο ωραία ανάμνηση που έχω από αυτόν είναι όταν έπιανε μεγάλα καβούρια. Τα βάζαμε στη μέση του τραπεζιού της κουζίνας, καθόμασταν όλοι γύρω γύρω και πέφταμε με τα μούτρα, ήταν το πιο αγαπημένο έδεσμα της οικογένειας. Από τότε έχω πάει σε πολλά καλά εστιατόρια του πλανήτη, αλλά πάντα δάκρυα στα μάτια θα μου φέρνει ένας αχινός σαν αυτούς που μαζεύαμε παιδιά ή μια φούσκα που μόλις έχει βγει από τη θάλασσα και την τρως στην παραλία χωρίς λάδι – λεμόνι. Και η κεφαλονίτικη χταποδόπιτα της μάνας μου.

• Έφηβος είχα κόλλημα με τα αθλητικά, όχι με το ποδόσφαιρο καθαυτό. Σκέψου ότι είμαι Παναθηναϊκός, αλλά έχω πάει γήπεδο τρεις φορές στη ζωή μου, δεν με ενδιέφερε ποτέ αυτό το κομμάτι. Μου άρεσαν τα στατιστικά τους, άκουγα τις μεταδόσεις των αγώνων στο ραδιόφωνο και κράταγα δικές μου σημειώσεις. Έλεγα, λοιπόν, ότι ήθελα να γίνω αθλητικογράφος. Είχα δύο μπλοκάκια. Ένα με αθλητικά stats και ένα με μουσικά. Ταυτόχρονα ήμουν πολύ chartάκιας. Στο σχολείο άκουγα ελληνικά, τα λέγαμε «ροκ» τότε. Ντρέπομαι λίγο τώρα που το θυμάμαι, αλλά ήμουν και φαν του eurotechno. Μέχρι που έσκασε το grunge και αρχίσαμε να ακούμε αυτά.

Φώτης Βαλλάτος Facebook Twitter
Με ελκύει περισσότερο το ανθρωποκεντρικό στοιχείο σε έναν τόπο, αδιαφορώ για τις ινσταγκραμικές παραλίες. Τρελαίνομαι ακόμα και για τα πιο αδιάφορα φαινομενικά χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης για παράδειγμα ‒ δώσε μου ένα καφενείο που μυρίζει ξυλόσομπα και είμαι χαρούμενος. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Κυκλοφορεί το «01» και το παίρνω, θυμάμαι ακριβώς τη μέρα και το περίπτερο απ’ όπου το αγόρασα, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα. Πριν από αυτό, διάβαζα όλη την «Ελευθεροτυπία», από τα δεκατρία, από μόνος μου, δεν είναι ότι την έβρισκα στο σπίτι. Mπαίνω, λοιπόν, στο λεωφορείο που με πήγαινε από το σχολείο στο σπίτι, ανοίγω το περιοδικό και ξαφνικά γίνονται άπειρες εκρήξεις στο μυαλό μου. Οι εναλλακτικές αστικές κουλτούρες που πρέσβευε ήταν ένας νέος κόσμος για μένα, για ένα παιδί στην Πάτρα που είχε κάτι μέσα του αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς. Εξέφραζε όλα αυτά που ήθελα να κάνω. Αυτό και οι Stereo Nova που μίλησαν πολύ για τον αστικό ιστό έδωσαν σε κάποιους από εμάς τρομερό κίνητρο να ανακαλύψουμε πράγματα της πόλης που θεωρούσαμε ότι δεν υπήρχαν.

• Από κει κι έπειτα, ό,τι περιοδικό έβγαινε το έπαιρνα, διάβαζα τα πάντα, ήμουν φανατικός του «Ποπ & Ροκ» και της μουσικής εφημερίδας «OZ». Δήλωσα το Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, αλλά δεν πέρασα. Μπήκα στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου και έτσι στα δεκαοκτώ μου ήρθα στην Αθήνα με τη λογική ότι θα παρακολουθούσα το πανεπιστήμιο και παράλληλα θα πήγαινα και σε μια σχολή δημοσιογραφίας, κάπως έτσι το είχα σκεφτεί. Τελικά δεν έκανα τίποτε απ’ όλα αυτά. Δεν το έχω πάρει το πτυχίο από βλακεία, για ένα μάθημα.

• Είχα υπολογιστή από πάρα πολύ μικρός, κάτι που τότε δεν ήταν δεδομένο, δεν ήξερα κανέναν στα δεκατέσσερα που να έχει. Επειδή ήμουν καλός και στα μαθηματικά, όλοι πίστευαν ότι θα κάνω κάτι σχετικό με την τεχνολογία. Σκέψου ότι με φώναζαν απ’ όλη την πολυκατοικία για να τους φτιάξω τις τηλεοράσεις και τα βίντεο ‒ και πήγαινα.

• Άλλαξα δέσμη στη Γ’ Λυκείου, το παράδοξο είναι όμως ότι κατάφερα να γίνω δημοσιογράφος επειδή ήμουν tech freak. Στις αρχές του 2000 ο Κωστόπουλος ταξίδευε συνέχεια στην Αμερική, έβλεπε τι γινόταν εκεί, ότι κυκλοφορούσαν περιοδικά που έγραφαν για το ίντερνετ όχι με τεχνικούς όρους αλλά με lifestyle προσέγγιση, με θέματα όπως «δέκα site μουσικών που πρέπει να παρακολουθήσεις». Το έκανε η Υahoo! στην Αμερική και το αντίστοιχο περιοδικό που φτιάχτηκε εδώ ήταν το «Speed». Με φώναξε σε αυτό ο Γιάννης Παπαϊωάννου, μάστερ της δημοσιογραφίας της τεχνολογίας στην Ελλάδα τότε. Μπήκα, λοιπόν, στη δουλειά περισσότερο μέσω της τεχνολογίας παρά μέσω της μουσικής και των άλλων πραγμάτων που πραγματικά με ενδιέφεραν. Όταν έκλεισε το περιοδικό της Yahoo!, έκλεισε και το «Speed». Αλλά δεν με έδιωξαν, με προσέλαβαν στο «Nitro». Μετά από μερικούς μήνες έκανα την εκπομπή «Hackers» στο Alter, τηλεόραση στα είκοσι τρία μου. Μετά ήμουν στο «Free», στη LiFO, στην Popaganda.

• Υπήρξα τυχερός που έζησα την έκρηξη της rave κουλτούρας στα είκοσί μου, το Άλσος, το Factory, το +Soda, όλα αυτά λειτούργησαν σαν μια διαδικασία fast track για μένα. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι είναι κάπως γραφικό να τα λέμε πλέον όλα αυτά, δεν μου αρέσει η νοσταλγία. Αλλά ήταν από τις λίγες φορές που η Ελλάδα ευθυγραμμίστηκε με μια παγκόσμια κουλτούρα. Όταν συνέβαινε εδώ το rave υπήρχε παντού, δεν μας ήρθε μετά από πέντε χρόνια. Δεν είναι ότι ζήσαμε και τον Διαφωτισμό, αλλά για όσους μας άρεσαν τα κλαμπ και οι μουσικές υποκουλτούρες, η rave φάση ήταν κάτι. Την πρώτη φορά που πήγα στα Οινόφυτα, δηλαδή σε μια φάρμα με ένα πολύ απλό μπαρ, με πολύ καπνό από ξηρό πάγο, με κερκίδες φτιαγμένες από σανό και όλα αυτά τα φλούο ντυσίματα, ήταν λες και προσγειώθηκα στο Διάστημα.

Φώτης Βαλλάτος Facebook Twitter
Τους πιο ανοιχτούς και φιλόξενους ανθρώπους τους έχω συναντήσεις στις αφρικανικές χώρες, και μετά στο Πακιστάν και στο Ιράν. Και στην Ιαπωνία, με τον δικό της παράξενο τρόπο. Αλλά γενικά δεν πιστεύω σε αυτά τα στερεότυπα. Στην πραγματικότητα, όλοι οι άνθρωποι ίδιοι είμαστε. Οι δεσμοί που μοιραζόμαστε είναι ισχυρότεροι από τις δυνάμεις που λειτουργούν για να μας κάνουν διαφορετικούς. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Κάποια στιγμή ήθελα να δω κάτι πέρα από τον μικρόκοσμό μου, αυτά τα δέκα μέρη που, συνδεδεμένα με τη μουσική, μάζευαν μια κοινότητα πενήντα συγκεκριμένων ανθρώπων. Άρχισα να πηγαίνω παντού, έψαχνα τα πιο out of the box μέρη. Παράλληλα με μπαρ σαν το Zoo, με πάρτι των Amateurboyz στη Ρώσικη Ντίσκο και ό,τι άλλαζε τότε την Αθήνα, με γοήτευαν το περιθώριο και η νύχτα, τα δύσκολα και τα λαϊκά μέρη. Όταν είδα το Αυτή η νύχτα μένει του Νίκου Παναγιωτόπουλου αναρωτήθηκα αν υπάρχει κάτι άλλο εκεί έξω που το χάνουμε. Έτσι βρέθηκα πολλές φορές σε μπουζούκια στο Χαϊδάρι, σε κωλάδικα στην Τρούμπα. Τώρα πια δεν πάω σε τέτοια.

• Αυτό που μου αρέσει περισσότερο στην Αθήνα τώρα είναι το multicultural στοιχείο της που δεν υπήρχε τότε, αυτό που ονειρευόμασταν όταν πηγαίναμε στο Βερολίνο και βλέπαμε όλες τις φυλές της πόλης μαζεμένες σε ένα κλαμπ. Αυτό που έχω βαρεθεί στην Αθήνα είναι ότι γίνεται πολλή κουβέντα γύρω από το φαγητό χωρίς να αντικατοπτρίζει αυτό που συμβαίνει πραγματικά στον γαστρονομικό χάρτη. Κακά τα ψέματα, η σκηνή της είναι φτωχή σε σχέση με άλλες. Υπάρχουν ενδείξεις τελευταία ότι κάτι πάει να γίνει που θα δώσει μια ώθηση, αλλά δεν είναι από τις πόλεις που βρίσκω ενδιαφέρουσες στο κομμάτι αυτό. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα νέα openings, τα πράγματα έχουν δυσκολέψει πολύ και στην κλασική διάσταση του φαγητού.

• Το πρόβλημα της ελληνικής γαστρονομίας είναι ότι οι περισσότεροι σεφ δεν έχουν ουσιαστική τριβή με την πρώτη ύλη. Είναι απλώς μια καθημερινή παραγγελία στους προμηθευτές τους, ακόμα και όταν παραγγέλνουν από το πάνω ράφι. Στα εστιατόρια που επηρεάζουν τη γαστρονομική σκηνή διεθνώς, π.χ. στα σκανδιναβικά, οι ομάδες της κουζίνας βγαίνουν στα δάση και τους αγρούς και κάνουν τροφοσυλλογή, επισκέπτονται τους παραγωγούς και τα οινοποιεία. Προσωπικά, εμπιστεύομαι περισσότερο όποιον μάγειρα ξέρει να μαζεύει χόρτα.

• Από τη μια λέω ότι δεν βλέπω να γίνονται τόσο ενδιαφέροντα πράγματα στα μοντέρνα μαγαζιά της Αθήνας, από την άλλη σκέφτομαι ότι αν είχαμε τριάντα καλές ταβέρνες, θα έλεγα εντάξει, είμαστε της παράδοσης και μας νοιάζει να τη διατηρούμε. Η οικονομική κρίση έπαιξε τεράστιο ρόλο, πολλά μέρη έκλεισαν και όσα αποφάσισαν να μείνουν ζωντανά έκαναν τρομερές εκπτώσεις, το κυνήγι του food cost σκότωσε το φαγητό της ταβέρνας στην Ελλάδα, πήρε η μπάλα ακόμα και μικρές ταβέρνες σε ένα χωριουδάκι που μπορεί να μην αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα, αλλά ακολούθησαν τον εύκολο δρόμο, μαζί με άλλους. Αν δεν έχει ποιότητα η ταβέρνα, δεν έχει καρδιά. Τι να το κάνω να τρώω σε ένα γραφικό σκηνικό με γάτες καθισμένες στις απέναντι καρέκλες, αν το φαγητό δεν είναι καλό; Καλύτερα να φάω σούσι, παρά κατεψυγμένο μουσακά δίπλα στη θάλασσα. Είναι ελάχιστες οι πραγματικά καλές ταβέρνες που έχουν απομείνει αυτήν τη στιγμή όχι μόνο σε μια μεγαλούπολη σαν την Αθήνα αλλά στην Ελλάδα ολόκληρη. Αν τις ψάχνει κανείς, ας μου στείλει μήνυμα.

• Γαστρονομική εμπειρία στην Ελλάδα είναι να φας μια σαντορινιά ντομάτα κατευθείαν από το άνυδρο φυτό στο χωράφι, μια μυζήθρα από κατσικίσιο γάλα που μόλις έχει βγει από το καζάνι, να πας σε απόσταξη ρακής στην Κρήτη, σε αυτές τις σχεδόν παγανιστικές γιορτές σε κρύες αποθήκες που καταλήγεις να χορεύεις με το μπουφάν, τρώγοντας οφτό αρνί με το χέρι, να φας βραστή γίδα σε πλαστικό πιάτο με σχέδιο μια Βarbie ύστερα από κουρά αρνιών στη Σαμοθράκη και σαρδέλα Καλλονής σε ένα ουζερί στη Λέσβο.

• Έχω δοκιμάσει έντομα στο Βιετνάμ, στο Μεξικό, στην Ταϊλάνδη, δεν μου φαίνεται κάτι αηδιαστικό. Νομίζω ότι η εντομοφαγία είναι ένα ταμπού του δυτικού κόσμου που θα καταρριφθεί τα επόμενα χρόνια. Επίσης, έχω φάει κόμπρα σε ένα εστιατόριο που στην αρχή του γεύματος σου φέρνουν το φίδι ζωντανό στο τραπέζι, το σφάζουν και σου δίνουν να καταπιείς την καρδιά του σε ένα σφηνάκι με αλκοόλ. Δεν έχω γαστρονομικά ταμπού, εκτός από κάποια κατοικίδια, όπως οι σκύλοι, που βρέθηκαν ψητοί πολλές φορές μπροστά μου στο Βιετνάμ, αλλά πάντα τους προσπέρασα. Το μόνο πράγμα που έχω μετανιώσει είναι που έχω φάει φάλαινα στην Ιαπωνία. Δεν θα το ξαναέκανα.

• Το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό ήταν στο Ντίσελντορφ, είχα κερδίσει σε έναν διαγωνισμό και πήγα για μιάμιση μέρα με αφορμή μια συναυλία. Έχασα την πτήση της επιστροφής και ζητούσα από περαστικούς χρήματα για να μαζέψω το ποσό που χρειαζόταν προκειμένου να αλλάξω το εισιτήριο και να επιστρέψω. Το πρώτο μου σοβαρό ταξίδι ανακάλυψης και περιήγησης ήταν το ’99 με το Interrail. Πήγα Ιταλία, Ελβετία, Ισπανία. Μετά, δύο ήταν τα πιο συχνά ταξίδια που προγραμμάτιζα με παρέες, Βαρκελώνη για το Primavera και Βερολίνο για κλάμπινγκ, που το αγαπούσα πάντα ως το τελευταίο underground προπύργιο του πλανήτη. Εκεί έχω πάει σε είκοσι τρία διαφορετικά μπαρ σε ένα βράδυ ‒ μετράει ακόμα και να πιεις ένα σφηνάκι. Αλλά δεν έχω ένα κομμάτι του εαυτού μου σε αυτή την πόλη, δεν πατάω το πόδι μου και λέω «this is my place», κάτι που μου συμβαίνει πάρα πολύ έντονα όταν πηγαίνω, ας πούμε, στην Αίγυπτο και στη Βηρυτό.

• Έχω πάει σε περίπου εβδομήντα πέντε χώρες. Δεν είναι πολλές. Γιατί όσο περισσότερο ταξιδεύεις και όσο περισσότερα μέρη γνωρίζεις τόσο περισσότερο συνειδητοποιείς πόσο λίγο γνωρίζεις τον κόσμο. Έχω πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μου.

• Η Υποσαχάρια Αφρική είναι για μένα με διαφορά το πιο ενδιαφέρον και αντισυμβατικό ταξίδι που μπορεί να κάνει κάποιος αυτήν τη στιγμή, έχει εκπληκτική κουλτούρα σε πολλά επίπεδα, μουσικής, φαγητού, ιστορίας, τέχνης, μόδας ακόμα. Παράλληλα, η λιγότερο ανεξερεύνητη γαστρονομική δεξαμενή είναι η αφρικανική ‒είναι αυτή που έχει ακουμπήσει λιγότερο η υψηλή γαστρονομία‒ με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως το τρομερό Ikoyi στο Λονδίνο, και μιλάμε για ένα αδιανόητο πλούτο από υλικά, βιοποικιλότητα και τοπικές κουζίνες. Πολύς κόσμος νομίζει ότι θα πάει στην Αφρική και θα αντικρίσει ένα σκηνικό σαν αυτά των ντοκιμαντέρ που βλέπαμε στη δημόσια τηλεόραση, μόνο χωριά με σκηνές και φυλές. Έχει όμως μεγάλες και αναπτυσσόμενες πόλεις, σίγουρα δεν είναι τόσο χύμα όσο νομίζει η πλειονότητα του κόσμου.

Φώτης Βαλλάτος Facebook Twitter
Αυτό που σίγουρα έχω καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια είναι να μη φοβάμαι το άγνωστο. Βλέπω κόσμο που θέλει να πάει στο Παρίσι και το θεωρεί βουνό, το ψάχνει δύο μήνες πριν. Δεν το λέω για να κάνω τον έξυπνο, αλλά αν μου δώσεις εισιτήριο τώρα, εδώ που είμαστε, και μου πεις «φεύγεις σε έξι ώρες για την έρημο Ατακάμα», θα πάω. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Τα μέρη που είναι ψηλά στη wishlist μου είναι το Αλγέρι και ένα παραλιακό ταξίδι που έχω εδώ καιρό στο μυαλό μου είναι από το Λάγος της Νιγηρίας μέχρι το Αμπιτζάν της Ακτής Ελεφαντοστού, με ενδιάμεσες στάσεις στο Πόρτο-Νόβο του Μπενίν, στο Λόμο του Τόγκο και στην Άκκρα της Γκάνα. Είναι μια διαδρομή χιλίων χιλιομέτρων που περνάει από πέντε διαφορετικές μεγάλες πόλεις-λιμάνια πέντε χωρών.

• Υπάρχει ένα αφήγημα για κάποια μέρη του κόσμου, όπως ότι η Αφρική είναι επικίνδυνη, ότι στην Ινδία τρως στον δρόμο και πεθαίνεις, άπειρα κλισέ και προκαταλήψεις που δεν ισχύουν. Ακόμη και εγώ, που έχω ταξιδέψει, είναι δύσκολο να αφήσω τις προκαταλήψεις εντελώς πίσω. Αυτό που σίγουρα έχω καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια είναι να μη φοβάμαι το άγνωστο. Βλέπω κόσμο που θέλει να πάει στο Παρίσι και το θεωρεί βουνό, το ψάχνει δύο μήνες πριν. Δεν το λέω για να κάνω τον έξυπνο, αλλά αν μου δώσεις εισιτήριο τώρα, εδώ που είμαστε, και μου πεις «φεύγεις σε έξι ώρες για την έρημο Ατακάμα», θα πάω.

724
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

• Δεν έχω αλλόκοτες ιστορίες αλλά λαμπρά στιγμιότυπα στη μνήμη μου που, αν τα συνθέσεις, ενδεχομένως συνθέτουν μια καλή ιστορία. Όπως μια τελετή σαντερία με θυσία κοκοριών σε ένα χωριό στην Κούβα ή την τελετή ενηλικίωσης της φυλής των Χάμερ στη Αιθιοπία με το μαστίγωμα των γυναικών μέχρι να ματώσουν οι πλάτες τους ‒ ένδειξη αγάπης και αφοσίωσης στον νεαρό συγγενή τους αλλά και σύμβολο ομορφιάς λόγω των ουλών που μένουν στο σώμα τους για πάντα σαν πρωτόγονο τατουάζ. Ένας γάμος στα χωριά των Καλάς στο Πακιστάν και το πρωινό όταν κάθισα στο χώμα μαζί με τους συγγενείς και φάγαμε προβατίνα που είχε σιγοβράσει όλο το βράδυ σε μεγάλα καζάνια, η life changing εμπειρία του να παρακολουθήσεις από απόσταση αναπνοής την καύση των νεκρών στο Βαρανάσι της Ινδίας, ένα πρωτοχρονιάτικο σερί 18ωρο στο Berghain στο Βερολίνο και η φετινή ψυχεδελική πρωτοχρονιά στο νησάκι Ko Pha Ngan της Ταϊλάνδης. Ένα μαγικό road trip στα ορεινά της Αλβανίας με τα απίστευτα αλπικά τοπία και ένας από τους next big thing προορισμούς στην Ευρώπης. Ένα αργόσυρτο εν μέσω πανδημίας ταξίδι δώδεκα ημερών στον Αμαζόνιο με το ποταμόπλοιο που μετακινούνται οι ντόπιοι και το οποίο δεν έχει καμπίνες και κλειστούς χώρους, μόνο αιώρες σε ημιυπαίθριους χώρους. Και οι παραμικρές στιγμές από τις έξι φορές φορές που έχω πάει στη Βηρυτό, από το πρώτο ταξίδι το 2003 μέχρι το τελευταίο, τον Φεβρουάριο του 2020. Ο ουρανός από την οροφή του μυθικού Zein-o-Din Caravanserai στην έρημο νότια της πόλης Yazd στο Ιράν, ένα μεσημεριανό λάιβ της Orchestra Baobab σε ένα beach bar-ταβέρνα στη Σενεγάλη έξω από το Ντακάρ ‒ ήταν το πρώτο λάιβ τους ύστερα από τον θάνατο του σαξοφωνίστα τους Issa Cissokho, έπαιζαν μουσική και έκλαιγαν. Τα ξενύχτια στην Ανάφη και ένα υπαίθριο diy πάρτι μέχρι το ξημέρωμα στο βενζινάδικο του νησιού. Οι κοκορομαχίες σε ένα χωριό έξω από την Οαχάκα στο Μεξικό, και όσο και να σου φαίνεται παράξενο η επίσκεψη σε ένα εργαστήριο ανοίγματος φύλλου μπακλαβά στο Gaziantep, μια πόλη της Νοτιοανατολικής Ανατολίας και γαστρονομική πρωτεύουσα της Τουρκίας ‒ ένα από τα πιο σημαντικά και χρήσιμα γαστρονομικά ταξίδια που έχω κάνει. Ανεξίτηλη εμπειρία η συμμετοχή μου σε μια αποστολή αλληλεγγύης που έχει διοργανώσει η ActionAid στην κοινότητα Νιάνγκα στην ορεινή Ζιμπάμπουε, όπου βοηθήσαμε στις κατασκευαστικές εργασίες ενός σχολείου της περιοχής καθώς και ενός φράγματος που βελτίωσε τη ζωή της κοινότητας.

• Την πιο διδακτική σκηνή της ταξιδιωτικής ζωής μου την έχω ζήσει στο Κιότο. Eίναι πρωί, πρώτη ημέρα του 2016, και ένας εγγονός έχει βγάλει τη γιαγιά του βόλτα με το καροτσάκι για να προσκυνήσει στον ναό Kinkaku-ji. Τη στήνει μπροστά από το δασάκι, ενώ ο ήλιος διαπερνά τις φυλλωσιές, και πατάει το κλικ. Την ίδια στιγμή ένας άλλος Γιαπωνέζος με μια τεράστια κάμερα στον λαιμό φωτογραφίζει κάθε άγαλμα του κήπου του ναού, χωρίς να δίνει σημασία τι είναι. Σκέφτομαι ότι τα ταξίδια δεν είναι συλλογή αξιοθέατων αλλά μια εσωτερική ανάγκη να εκφράσεις τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα.

• Ένας φίλος μου λέει ότι το σπίτι μου είναι σαν λαογραφικό μουσείο. Δεν έχει άδικο. Έμενα μου αρέσει περισσότερο να το αποκαλώ «cabinet of curiosities», δηλαδή έναν χώρο με διάφορες παλαβομάρες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Μου αρέσει να αγοράζω και να συλλέγω τα πιο κιτς και παράξενα σουβενίρ από κάθε χώρα, δηλαδή θα αγοράσω το ημερολόγιο του εργατοϋπαλληλικού κέντρου του Καράτσι ή ένα σκεύασμα μαγείας από τη σχετική αγορά του Μέξικο Σίτι. Επίσης, μου αρέσει, αντί να έχω μια μεγάλη συλλογή από ένα πράγμα, να έχω πολλές μικρές συλλογές από διάφορα. Για παράδειγμα, έχω μια μικρή συλλογή από πήλινες και πορσελάνινες φιγούρες προσωπικοτήτων, από την Ουμ Καλσούμ και τον Μπαράκ Ομπάμα μέχρι τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Νουσράτ Φατέχ Αλί Χαν, έχω μικρή συλλογή από μουσικά όργανα από διάφορα μέρη του πλανήτη, μικρή συλλογή από τασάκια, αν και δεν καπνίζω, και μικρή συλλογή από φωτογραφίες αγνώστων που αγοράζω από παζάρια.

• Τους πιο ανοιχτούς και φιλόξενους ανθρώπους τους έχω συναντήσεις στις αφρικανικές χώρες, και μετά στο Πακιστάν και στο Ιράν. Και στην Ιαπωνία, με τον δικό της παράξενο τρόπο. Αλλά γενικά δεν πιστεύω σε αυτά τα στερεότυπα. Στην πραγματικότητα, όλοι οι άνθρωποι ίδιοι είμαστε. Οι δεσμοί που μοιραζόμαστε είναι ισχυρότεροι από τις δυνάμεις που λειτουργούν για να μας κάνουν διαφορετικούς.

• Μου αρέσουν όλα τα ελληνικά νησιά. Εκνευρίζομαι μερικές φορές με τους ανθρώπους που λένε ότι τους αρέσουν μόνο οι Κυκλάδες, ότι δεν μπορούν το πράσινο ή το αντίθετο, ή με αυτός που λένε ότι δεν τους αρέσουν τα μεγάλα νησιά ή τα μικρά. Από την άλλη, ευτυχώς που υπάρχουν τόσο πολλές προκαταλήψεις και έχουν διατηρηθεί ακόμα κάποια αυθεντικά μέρη στην Ελλάδα και στον πλανήτη.

• Με ελκύει περισσότερο το ανθρωποκεντρικό στοιχείο σε έναν τόπο, αδιαφορώ για τις ινσταγκραμικές παραλίες. Τρελαίνομαι ακόμα και για τα πιο αδιάφορα φαινομενικά χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης για παράδειγμα ‒ δώσε μου ένα καφενείο που μυρίζει ξυλόσομπα και είμαι χαρούμενος.

• Ένα από τα πιο συναρπαστικά συναισθήματα στη ζωή είναι η έξαψη που νιώθεις όταν πατάς για πρώτη φορά σε ένα νέο έδαφος, είτε σε ένα μακρινό εξωτικό μέρος στην Ασία, είτε σε ένα νησάκι στο Αιγαίο, είτε σε μια πόλη της Κεντρικής Ευρώπης.

• Mερικές φορές ξεχνάω πού ξυπνάω. Πρέπει να σκεφτώ για μερικά δευτερόλεπτα. Ταξιδεύω και τρώω μόνος μου, κάνω πιο εύκολα τη δουλειά μου έτσι, κρατάω τις σημειώσεις μου. Πολλές φορές με πειράζει, δεν μου αρέσει, αλλά το έχω συνηθίσει.

• Από το 2015 περνάω περίπου τριάντα μέρες τον χρόνο στην Αθήνα, όχι συνεχόμενες, σύνολο. Όπως έχει εξελιχθεί η καθημερινότητά μου, η Αθήνα είναι ένα ακόμη ταξίδι για μένα, ο τρόπος που κινούμαι στην πόλη πια είναι σαν να είμαι τουρίστας σε αυτή, κι αυτό είναι καλό, γιατί δεν μπορώ να τη βαρεθώ. Όταν είμαι εδώ, δεν υπάρχει, νομίζω, μέρα σχεδόν που δεν πάω στο Galaxy. Εκτός από το ότι είναι δίπλα στο σπίτι μου, για μένα είναι το καλύτερο μπαρ στον κόσμο. Μπορεί πια να είναι ένα μέρος που χωράει πολύ κόσμο, που το έχουν ανακαλύψει και οι τουρίστες, αλλά όσο και αν γκρινιάζουν κάποιοι γι’ αυτά, εμένα μου αρέσει πάρα πολύ που είναι τόσο ανοιχτό και δεν είναι μόνο αυτό το μποέμ μπαρ που γνωρίσαμε.

• «Το σώμα μας δεν είναι ναός, είναι πάρκο ψυχαγωγίας. Απολαύστε τη βόλτα», είχε πει ο Μπουρντέν. Με εκφράζει απόλυτα.

Διαβάζετε τα άρθρα του Φώτη Βαλλάτου στο Blue Magazine. Το Saristra Festival θα πραγματοποιηθεί από τις 29 έως τις 31 Ιουλίου στα Παλιά Βλαχάτα, στη Σάμη Κεφαλονιάς.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Πηγή