H τεχνητή νοημοσύνη στην Ελλάδα – Νέοι ερευνητές και επιχειρηματίες μιλούν στον Ε.Τ.

0
5

Η τεχνητή νοημοσύνη ξεκίνησε πριν από μερικές δεκαετίες ως ένα φιλόδοξο όραμα στον κλάδο της τεχνολογίας, για να εξελιχθεί σήμερα στην επόμενη μεγάλη επένδυση και σε ένα απαραίτητο εργαλείο. Τα καλά νέα για τη χώρα μας είναι ότι το προφίλ της Ελλάδας σε αυτόν τον τομέα είναι ιδιαίτερα ισχυρό στο εξωτερικό, με τα ελληνικά πανεπιστήμια και τις επιχειρήσεις να επιδεικνύουν γρήγορα αντανακλαστικά για να μη χάσουν το «τρένο» των εξελίξεων που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες.

Ο «Ε.Τ.» της Κυριακής μιλάει με τρεις νέους ερευνητές και επιχειρηματίες που εργάζονται σε αυτόν τον κλάδο και έχουν να στείλουν αισιόδοξα μηνύματα για την πορεία του στη χώρα μας. Ελλιπής ενημέρωση, αγκυλώσεις και καθυστερήσεις βρίσκονται στο πρόγραμμα, όπως παραδέχονται και οι τρεις, εντοπίζοντας ως κομβικό κενό την έλλειψη καλλιέργειας της κουλτούρας του επιχειρείν, αλλά και των ευκαιριών που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες στη χώρα μας. Με τη διαδρομή και των τριών από τις «παραδοσιακές» επιστήμες στην τεχνητή νοημοσύνη, το μήνυμα που στέλνουν στους νέους είναι ότι «αξίζει η αναζήτηση, αλλά και το ρίσκο».

Στέφανος Καραγεωργίου: «Το επάγγελμά μου δεν υπήρχε»

«Οι νέες τεχνολογίες γεννούν πολλές ανάγκες και ταυτόχρονα πολλές ευκαιρίες. Το δικό μου επάγγελμα πριν από 10 χρόνια δεν υπήρχε». Ο Στέφανος Καραγεωργίου ασχολείται τα τελευταία πέντε χρόνια, σε ακαδημαϊκό και επαγγελματικό επίπεδο, με τον κλάδο της τεχνητής νοημοσύνης. Συνεργάζεται με τηλεπικοινωνιακούς παρόχους στην Ελλάδα και το εξωτερικό στους τομείς της βελτιστοποίησης των δικτύων, της πελατειακής εμπειρίας και κερδοφορίας ως data scientist.

«Η Ελλάδα βγάζει πολύ καλούς επιστήμονες στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Διαθέτει ένα από τα πιο δυνατά προφίλ στο εξωτερικό», εξηγεί στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, παραδεχόμενος όμως ότι οι επιχειρησιακές ανάγκες δεν μπορούν να καλυφθούν ακόμα από την προσφορά εργαζομένων.

Σε μια χώρα που η ψηφιακή μετάβαση και διακυβέρνηση είναι δύο έννοιες που μπήκαν στη συνείδηση της κοινωνίας τα τρία τελευταία χρόνια, πόσο εύκολα ένας νέος μπορεί να έχει ήδη κατακτήσει ακαδημαϊκά αυτήν τη γνώση, ώστε να ανταποκριθεί στις εταιρικές ανάγκες; Και πόσο έτοιμες είναι οι εταιρίες να εντάξουν νέα καινοτόμα μοντέλα;

Σύμφωνα με τον κ. Καραγεωργίου, υπάρχουν ακόμα πολλά κενά να καλυφθούν.

«Στην Ελλάδα, στο επιχειρηματικό κομμάτι ακολουθείται ένα πιο συντηρητικό πλάνο, το οποίο δεν είναι απαραίτητα κακό. Ευτυχώς, στη δική μου την περίπτωση οι εταιρίες αποδέχθηκαν γρήγορα το πόσο ωφέλιμη μπορεί να είναι η τεχνητή νοημοσύνη, σε σημείο που κάποιες ελληνικές εταιρίες συναγωνίζονται τον διεθνή ανταγωνισμό», αναφέρει ο κ. Καραγεωργίου.

Και δεν είναι μόνο οι εταιρίες, αλλά και τα πανεπιστήμια που «έπιασαν» τον παλμό της εποχής και προσαρμόστηκαν άμεσα στις νέες ακαδημαϊκές ανάγκες, σύμφωνα με τον ίδιο. «Πριν από πέντε χρόνια δεν υπήρχαν αυτές οι ευκαιρίες», αναφέρει.

Ομως, ο ελλιπής Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός παραμένει ένα μεγάλο «αγκάθι» της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. «Αν πρέπει να διορθωθεί κάτι, είναι η ενημέρωση για τους νέους τομείς και τις ευκαιρίες που προσφέρουν. Τον ρυθμό των πανεπιστημίων θα πρέπει να ακολουθήσουν και τα σχολεία. Οπως ένας μαθητής ξέρει ακριβώς τι θα κάνει ως επαγγελματίας αν περάσει στη Νομική, έτσι θα πρέπει να γνωρίζει και για την τεχνητή νοημοσύνη. Οταν τελείωσα το προπτυχιακό μου στο Πανεπιστήμιο Πειραιά στη Στατιστική, δεν ήξερα τι θα κάνω. Δύσκολα κάποιος ξεκινάει με το να πει “ναι, θα ασχοληθώ με αυτό”. Προκύπτει στη συνέχεια. Ομως, η ενημέρωση πρέπει να ξεκινάει από το Λύκειο και να είναι ξεκάθαρες οι πληροφορίες που δέχονται οι μαθητές», αναφέρει.

Μιχάλης Μανής: «Τα έξοδα είναι ακόμα πολύ υψηλά»

Πριν από μερικούς μήνες, μία νεοφυής ελληνική startup ανακηρύχθηκε νικήτρια στον τομέα της ενέργειας στον διαγωνισμό καινοτομίας του ΜΙΤ Εnterpise Forum Greece «Startup Competition 2022».

Πίσω από την εταιρία Ensight βρίσκεται ο Μιχάλης Μανής, που μαζί με τον συνεργάτη του, Απόλλωνα Κωνσταντόπουλο, δημιούργησαν μία καινοτόμο εφαρμογή για τη μέτρηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Διακρίθηκαν μεταξύ 325 ομάδων και χάρη στο έντονο ενδιαφέρον για την ιδέα τους ξεκίνησαν δυναμικά στον χώρο των επιχειρήσεων. «Πριν εργαζόμουν ως υπάλληλος σε εταιρία. Δεν είναι εύκολη η απόφαση να κάνεις το άλμα και να δημιουργήσεις κάτι δικό σου. Ομως, για εμένα ρίσκο είναι να μη ρισκάρεις», αναφέρει.

Η startup, μάλιστα, ήταν ένα δημιούργημα που προέκυψε από την εμπειρία της καραντίνας. «Ξεκινήσαμε με έναυσμα τη διπλωματική μου από ένα μεταπτυχιακό που ξεκίνησα την περίοδο των lockdowns», εξηγεί ο κ. Μανής στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.

Το ενδιαφέρον των επενδυτών δεν άργησε να έρθει για το «καυτό» θέμα της ενέργειας, που απασχόλησε και συνεχίζει να απειλεί την επάρκεια της Ευρώπης.

«Εμείς κάνουμε τρία πράγματα: Μετράμε, αναλύουμε και συμβουλεύουμε. Διαθέτουμε έναν έξυπνο μετρητή, ο οποίος τοποθετείται μη παρεμβατικά στον ηλεκτρολογικό πίνακα και μετράμε τα στοιχεία. Στο cloud φιλοξενούμε τους αλγόριθμους και προσφέρουμε και τη δυνατότητα εφαρμογής, για να βλέπει ο πολίτης τι καταναλώνει στο κινητό του. Οπως και ποια συσκευή είναι πιο ενεργοβόρα. Απευθυνόμαστε σε οικιακούς πελάτες, οι οποίοι έχουν πρόσβαση σε αυτήν την υπηρεσία μέσω των παρόχων ενέργειας», εξηγεί.

Φορολογία και λιγότερες ευκαιρίες από επενδυτές στην Ελλάδα ήταν τα πρώτα δύσκολα σημεία που έπρεπε να προσπεράσει ο κ. Μανής. «Φτιάξαμε μία ΙΚΕ με έδρα στο Λονδίνο, τα έξοδα στην Ελλάδα είναι ακόμα πολύ υψηλά. Αλλά και στο θέμα των επενδυτών, στην Ευρώπη υπάρχουν πιο εύκολα ευκαιρίες. Μας είχαν εκφράσει αρκετοί το ενδιαφέρον τους, όμως, τελικά, δεν προχώρησε κάτι», αναφέρει.

Το ζήτημα της καθοδήγησης και ενημέρωσης αποτέλεσε και για τον κ. Μανή ένα πρόβλημα. «Στο εξωτερικό γίνονται πολλές εκθέσεις για την τεχνολογία, στην Ελλάδα ακόμα τα πράγματα είναι περιορισμένα. Ευτυχώς, βλέπουμε πολλούς επιστήμονες να μπαίνουν στο οικοσύστημα των startups, όμως ακόμα υστερούμε στη σύνδεση της γνώσης με τη βιομηχανία, στη σύνδεση της έρευνας με την αγορά εργασίας», σημειώνει.

Ορέστης Ταρσανίδης: «Η χώρα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος»

«Στην Ελλάδα πάμε εξαιρετικά στην έρευνα, για τα υπόλοιπα έχουμε δρόμο μπροστά μας. Λείπει η ισορροπία στη χώρα μας». Ο Ορέστης Ταρσανίδης, έχοντας ήδη την εμπειρία της δημιουργίας μίας startup, πλέον εργάζεται για να βρίσκει χρηματοδοτικά εργαλεία για άλλες startups. Βρίσκεται σε μία από τις πιο κομβικές θέσεις γι’ αυτό το εγχείρημα στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ερευνας και Καινοτομίας, στο τμήμα που ασχολείται με την τεχνητή νοημοσύνη.

«Τελείωσα τη σχολή Μηχανολόγων Μηχανικών στη Θεσσαλονίκη και προβληματίστηκα αρκετά με το τι ήθελα να κάνω στη συνέχεια. Στην αρχή εργάστηκα για τη Fraport και στη συνέχεια ξεκίνησα μία startup με όχημα το λεγόμενο “Διαδίκτυο των πραγμάτων” (Internet of things). Τότε η αγορά, την περίοδο της κρίσης, δεν έδινε ευκαιρίες. Πλέον είναι καλύτερα τα πράγματα», αναφέρει.

Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ερευνας και Καινοτομίας προσπαθεί να συνδέσει την έρευνα που παράγεται στα πανεπιστήμια με τον επιχειρηματικό κόσμο. «Δεν είναι μόνο πρόβλημα της Ελλάδας η σύνδεση με την αγορά εργασίας. Αποτελεί ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πρόβλημα. Ομως, η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και προσπαθούμε να αυξηθούν οι αιτήσεις που λαμβάνουμε από τους Ελληνες ερευνητές», αναφέρει.

Στην Ελλάδα εντοπίζει μεγαλύτερες δυσκολίες στην ανάπτυξη του εν λόγω οικοσυστήματος, όμως δομικά προβλήματα υπάρχουν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. «Είμαστε καλοί στο να βοηθάμε στην αρχή μία startup, αλλά κακοί στο να την ενισχύσουμε για να μεγαλώσει και να παραμείνει», παραδέχεται. «Δεν είναι απαραίτητα κακό, γιατί στην Αμερική παραδέχονται και τα ίδια τα πανεπιστήμια ότι έχουν χάσει ένα κομμάτι του ακαδημαϊκού τους χαρακτήρα εξαιτίας της εργαλειοποίησης της σύνδεσης με την αγορά εργασίας. Ομως, θα πρέπει να μάθουμε να τρώμε τα μούτρα μας και να προσαρμοζόμαστε. Είναι μια γνώση που θα μας ακολουθήσει στα επόμενα βήματά μας».

Και ο ίδιος, άλλωστε, αναζήτησε μόνος του τη δική του διαδρομή. «Ως νεαρός απόφοιτος, δεν γνώριζα ούτε τη βασική ιδέα της έννοιας της τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης ούτε και της δημιουργίας μίας startup. Δεν ήταν γνώσεις που έλειπαν μόνο σ’ εμένα, αλλά και στους συμφοιτητές μου και τους καθηγητές μου. Και τίθεται το ερώτημα: Δεν πρέπει να υπάρχει μετεκπαίδευση στους καθηγητές Πανεπιστημίων, ώστε να μπορέσουν να θέσουν τις βάσεις για τους φοιτητές που επιθυμούν να οδηγήσουν την έρευνά τους ένα βήμα παραπέρα;».

Πηγή