Υπάρχει και αυτό το ελληνικό καλοκαίρι

0
21

Όταν η Τζένιφερ ήταν μωρό, η μητέρα της την άφησε για λίγη ώρα μόνη στην κούνια της με μια σακούλα ψώνια. Λίγα λεπτά αργότερα, τη βρήκε να μασουλά με όρεξη μια ωμή πατάτα. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει, σύμφωνα με την ίδια, πολλά για τον χαρακτήρα της: ανυπόμονη, αυθόρμητη, πεινασμένη. Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά έδιναν πάντα φτερά στα ανυπόμονα πόδια της Τζένιφερ Μπάρκλεϊ, που την έχουν οδηγήσει ήδη από τα νεανικά της χρόνια σε διάφορα μέρη του κόσμου, στην Αμερική, στον Καναδά, στη Γαλλία, στη Νότια Αμερική, στην Αυστραλία, στην Ασία. Αγαπημένος της προορισμός ωστόσο, από τις εφηβικές της διακοπές με τους γονείς της, ήταν πάντα η Ελλάδα.

Εδώ επέστρεψε όταν αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο, μη γνωρίζοντας τι θέλει να κάνει στη ζωή της. Πέρασε τότε έναν χρόνο στην Αθήνα και στα ελληνικά νησιά – στη Σαντορίνη πήρε μια γεύση από τα παρασκήνια της ελληνικής φιλοξενίας, καθαρίζοντας δωμάτια ξενοδοχείων φορώντας το μαγιό της, όπως λέει γελώντας. Τελικά, αφού ταξίδεψε αρκετά και εργάστηκε ως επιμελήτρια εκδόσεων, εγκαταστάθηκε στην Τήλο. Σήμερα εργάζεται ως freelancer στον χώρο των εκδόσεων, αλλά και ως συγγραφέας.

Υπάρχει και αυτό το ελληνικό καλοκαίρι-1
Η θάλασσα της Καρπάθου 

Ταξίδι στην Κάρπαθο

Το πιο πρόσφατο βιβλίο της έχει τίτλο Ταβέρνα πλάι στη θάλασσα (Taverna by the sea) και είναι μια ζωηρή, ευχάριστη, γλυκιά, ανεπιτήδευτη αφήγηση της ζωής και των περιπετειών που έζησε όταν, το καλοκαίρι του 2016, αποφάσισε να εγκατασταθεί και να εργαστεί σε μια ταβέρνα στην παραλία του Αγίου Μηνά στην Κάρπαθο, κοντά στο γραφικό χωριουδάκι της Ολύμπου, στα βόρεια του νησιού. Ήταν τότε μια περίοδος που αισθανόταν πολύ κουρασμένη από τις εργασιακές της υποχρεώσεις, παρότι, ως ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα βιβλία, το διάβασμα, το γράψιμο και το να έχει ως βάση της ένα μικρό νησί –όπως η Τήλος–, θεωρούσε ιδανική δουλειά το να επιμελείται χειρόγραφα. Αποφάσισε λοιπόν να οργανώσει ένα ταξίδι στην κοντινή Κάρπαθο, την οποία μπορούσε να διακρίνει από το χωριό της τις μέρες με καθαρό ορίζοντα. Η εξόρμηση θα της έδινε υλικό για ένα πρότζεκτ με θέμα τα απομακρυσμένα νησιά των Δωδεκανήσων και τους κατοίκους τους, ενώ, ως φανατική πεζοπόρος, ανυπομονούσε να εξερευνήσει το άγριο βόρειο τμήμα του νησιού. Ήθελε επίσης να γνωρίσει το χωριό Όλυμπος, για το οποίο είχε ακούσει ιστορίες σχετικά με το πώς οι κάτοικοί του τηρούν τις κοινωνικές και πολιτιστικές παραδόσεις.

Έφτασε στην Όλυμπο λίγες ημέρες πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα με αρκετά περιπετειώδη τρόπο, που περιλάμβανε πολλά διαφορετικά μέσα μεταφοράς, πεζοπορία και διανυκτέρευση στο ύπαιθρο. Εγκαταστάθηκε στο μικρό ξενοδοχείο του Μηνά, ενός Ελληνοαμερικανού με καταγωγή από το νησί, ο οποίος έχει και μια μικρή ταβέρνα στην κοντινή παραλία. Λίγες ημέρες μετά, συζητώντας περί ανέμων και υδάτων, ο Μηνάς τής πρότεινε να επιστρέψει στην Όλυμπο το καλοκαίρι, για να δουλέψει μαζί του στην ταβέρνα. Εκείνη γέλασε. «Σκέφτηκα όλους τους λόγους για τους οποίους αυτό ήταν ανέφικτο και την ίδια στιγμή αναλογίστηκα πόσο υπέροχο ακουγόταν, λαμβάνοντας υπόψη όσα είχα ήδη δει μέχρι τότε στο νησί».

Η Τζένιφερ είχε ήδη εντυπωσιαστεί από την αρχιτεκτονική της Ολύμπου αλλά και τις παραδοσιακές φορεσιές των γυναικών, την ενασχόλησή τους με τις αγροτικές εργασίες και άλλες λαογραφικές πινελιές. «Το χωριό συντηρούσε κάποιες παραδόσεις: Οι μεγαλύτερες γυναίκες φορούσαν παραδοσιακές φορεσιές στην καθημερινότητά τους. Υπήρχαν άνδρες που κατασκεύαζαν και έπαιζαν μουσικά όργανα από ξύλο και δέρμα κατσίκας, και ένας τσαγκάρης που έφτιαχνε δερμάτινες μπότες», γράφει.

Υπάρχει και αυτό το ελληνικό καλοκαίρι-2
Η Όλυμπος, που γοήτευσε την Τζένιφερ Μπάρκλεϊ.

Κάτω από τα αστέρια

Λίγες ημέρες και μία νύχτα κάτω από τον έναστρο ουρανό στην παραλία του Αγίου Μηνά αργότερα, η προοπτική να περάσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι δίπλα στη θάλασσα, να κοιμάται κάτω από τα αστέρια, να ανακαλύψει τη μυστική ζωή στα παρασκήνια μιας ελληνικής ταβέρνας και την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων της Ολύμπου, τους οποίους είχε ήδη αρχίσει να αισθάνεται φίλους, τη γοήτευε. «Ήμουν σίγουρη ότι το να ζήσω εδώ θα με δίδασκε πολλά», γράφει. «Η απόφαση να γίνω freelancer, να ζήσω και να εργαστώ από ένα ελληνικό νησί, σήμαινε ότι μπορούσα να πάρω τέτοια ρίσκα. Αν ο Μηνάς κι εγώ μπορούσαμε να τα πάμε καλά και να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, οι προοπτικές ήταν καλές. Αφότου γνώρισα αυτόν τον τόπο και αυτή την κουλτούρα, δεν μπορούσα να αντισταθώ στην ιδέα να ζήσω κάπου απομονωμένα, δίπλα στη θάλασσα, μια εντελώς διαφορετική ζωή για λίγους μήνες».

Μετακόμισε στην παραλία, έστησε μια σκηνή, ξεκίνησε να εργάζεται στην ταβέρνα και ανέλαβε να φροντίζει το μικρό ξενοδοχείο του Μηνά στην Όλυμπο. Η αρχή του καλοκαιριού ήταν ειδυλλιακή. Πρωινές βουτιές στη θάλασσα, χαλάρωση στην αμμουδιά κάτω από τον φιλικό ήλιο, μεγάλες βόλτες με τη σκυλίτσα της τη Λίσα, σερβίρισμα, καθάρισμα και εγκάρδιες συζητήσεις με τους περιστασιακούς πελάτες της ταβέρνας, σύντομες συναντήσεις με τους κατοίκους του χωριού, τους συγγενείς και προμηθευτές του Μηνά, υπέροχα γεύματα με τα πεντανόστιμα προϊόντα του τόπου, ύπνος κάτω από τα αστέρια. Οι μικρές αναποδιές (η έλλειψη ίντερνετ και τηλεφωνικής σύνδεσης, οι ζημιές στις εγκαταστάσεις και στον εξοπλισμό της ταβέρνας) έφερναν αρκετή αναστάτωση, αλλά ξεχνιούνταν γρήγορα.

Η κορύφωση της σεζόν ωστόσο, που έφερε μαζί της αυξημένη πελατεία και ατελείωτες ώρες σκληρής δουλειάς, το άγχος για τα έσοδα και τα έξοδα της επιχείρησης, τα προβλήματα με την τροφοδοσία και την υδροδότηση, κάποιοι διαξιφισμοί με τους ιδιοκτήτες μιας γειτονικής ταβέρνας την έκαναν συχνά να χάσει το χαμόγελο, την αισιοδοξία, το σθένος της και να αμφισβητήσει την απόφασή της να εμπλακεί σε αυτή την περιπέτεια. Μπήκε στον πειρασμό να κατέβει στο λιμάνι του νησιού και να πάρει το πλοίο για το σπίτι κάμποσες φορές.

Υπάρχει και αυτό το ελληνικό καλοκαίρι-3

Τα παρασκήνια της ταβέρνας

Αλλά έμεινε. Και όχι μόνο εκείνο το καλοκαίρι, αλλά και τον χειμώνα που ακολούθησε. Τότε ήταν που έγραψε και το βιβλίο της. «Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού κρατούσα σκόρπιες σημειώσεις όσων συνέβαιναν εκείνους τους μήνες», μου λέει από το παράθυρο της βιντεοκλήσης, με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο καθώς θυμάται εκείνες τις ημέρες. «Τελείωσα το πρώτο ντραφτ τότε. Ήταν κάπως διαφορετικό, γιατί δεν ήμουν ακόμη σίγουρη πώς ήθελα να το διηγηθώ. Ήξερα όμως ότι ήταν κάτι ιδιαίτερο. Ένιωθα ότι μου δόθηκε η δυνατότητα να δω από μέσα μια ασυνήθιστη κοινότητα, που έχει μείνει παραδοσιακή. Επειδή δούλευα εκεί, δεν ήμουν μια περαστική ταξιδιώτισσα, κέρδισα κάποιον σεβασμό από την κοινότητα. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα ήταν ενδιαφέρον να το μοιραστώ όλο αυτό, καθώς και το πόσο άλλαξε ο τόπος το καλοκαίρι, όταν έγινε πολύ τουριστικός. Παρότι όμως οι άνθρωποι εκείνες τις ημέρες έπρεπε να εργαστούν στον τουρισμό για να κερδίσουν χρήματα, μπορούσε κανείς να δει ότι παράλληλα υπήρχε και επιβίωνε αυτή η πολύ παραδοσιακή κοινωνία, όπου οι άνθρωποι φροντίζουν τα ζώα τους, τις κατσίκες τους, φτιάχνουν τυρί, οι άνδρες παίζουν μουσικά όργανα. Μπόρεσα επίσης να δω και να μεταφέρω μια εικόνα από τα παρασκήνια μιας ταβέρνας. Είναι πολλοί οι επισκέπτες που θεωρούσαν ότι ζούσα στον παράδεισο, που μου έλεγαν ότι πίστευαν πως η ζωή μου ήταν υπέροχη. Και ήταν, αλλά ακόμα κι εγώ έμεινα έκπληκτη από το πόσο σκληρή ήταν η δουλειά».

Ελπίζει πως όσοι έχουν αυτή τη μονόπλευρη εικόνα μιας ονειρεμένης ζωής θα αντιληφθούν πόσος κόπος κρύβεται από πίσω, ενώ οι άνθρωποι που κάνουν αυτή τη δουλειά θα νιώσουν ότι βρέθηκε κάποιος να πει τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Η αφήγηση της Τζένιφερ, γεμάτη ενθουσιώδεις, ζωηρές περιγραφές του τοπίου, τρυφερές αναπολήσεις των ανθρώπων, γνήσιες μεταφορές των συναισθημάτων και των σκέψεών της, μοιάζει επίσης με ένα ερωτικό γράμμα στο ελληνικό καλοκαίρι. «Χαίρομαι που φαίνεται έτσι, γιατί έτσι νιώθω», λέει. «Υπήρχαν δύσκολες στιγμές, φυσικά, αλλά ο τρόπος που οι άνθρωποι μου φέρθηκαν, με γενναιοδωρία και φιλόξενη διάθεση, με έκανε να νιώσω πολύ ευπρόσδεκτη. Οι άνθρωποι γενικά νομίζω ευχαριστιούνται όταν ενδιαφέρεσαι για τη ζωή τους και σε καλωσορίζουν με γενναιοδωρία. Είδα λοιπόν πόσο σκληρά δούλευαν και πόση αυθεντική ανθρωπιά είχαν μέσα τους».

Υπάρχει και αυτό το ελληνικό καλοκαίρι-4

Εθισμός στη θάλασσα

Γελάει όταν μου λέει πόσο γρήγορα χρειάστηκε να μάθει να φτιάχνει μια σαλάτα. «Έμαθα τον σωστό τρόπο να κόβω ντομάτες και ακόμη τις κόβω με αυτόν τον τρόπο. Επίσης, ο Μηνάς μού έμαθε πόσο μεγάλη ευχαρίστηση είναι να κάνεις τους ανθρώπους ευτυχισμένους μέσα από το φαγητό. Μου άρεσε να γνωρίζω τους ντόπιους, τους προμηθευτές μας, αλλά και ανθρώπους από όλο τον κόσμο, και μέχρι το τέλος του φαγητού τους ένιωθα ότι είχα κάνει νέους φίλους. Αυτό που αγαπούσα περισσότερο στην καθημερινότητά μου ήταν να ξυπνάω το πρωί και να βουτάω στη θάλασσα, να ξεκινάει έτσι η μέρα μου». Πήρε όμως και μερικά ανέλπιστα μαθήματα ζωής: «Επειδή για καιρό έμεινα σε μια σκηνή στην παραλία, ανέπτυξα αυτό που ο μπαμπάς μου χαρακτηρίζει “εθισμό στη θάλασσα”, δηλαδή μετά από αυτό ένιωθα ότι υπάρχει κάτι πολύ ιδιαίτερο στο να μένεις τόσο κοντά στη θάλασσα. Όταν γύρισα λοιπόν στην Τήλο, νοίκιασα ένα διαμέρισμα δίπλα στη θάλασσα. Κατόπιν, συνειδητοποίησα ότι ένα από τα πράγματα που έμαθα δουλεύοντας στην ταβέρνα ήταν ότι χρειάζομαι τον δικό μου χώρο, θέλω ηρεμία και ησυχία, και έκανα ένα μεγάλο βήμα. Νοίκιαζα σπίτια όλα τα χρόνια που είμαι στην Ελλάδα, αλλά αποφάσισα να πουλήσω το διαμέρισμά μου στην Αγγλία, που κρατούσα για ασφάλεια, σε περίπτωση που όλα πήγαιναν στραβά και έπρεπε να επιστρέψω, πλήρωσα την υποθήκη και αγόρασα ένα σπίτι 50 μ. από τη θάλασσα, στη βόρεια πλευρά της Τήλου, τη λιγότερο κατοικημένη, που τον χειμώνα είναι άγρια και τη χτυπά αλύπητα ο άνεμος. Το σπίτι μου έχει μεγάλο κήπο, με ελιές, οπωροφόρα, αμπέλι. Τρύγησα κιόλας, αλλά δεν ξέρω αν θα γίνει κρασί∙ το έχω βάλει στο βαρέλι, αλλά νομίζω ότι θα γίνει ξίδι», λέει και γελάει ξανά. Νιώθει πια ντόπια, ομολογεί. «Μου αρέσει όταν μου λένε ότι δεν είμαι ξένη, ότι είμαι μία από αυτούς, ότι μιλάω ελληνικά σαν αυτούς, αν και νομίζω ότι τα ελληνικά μου είναι απαίσια και ξέρω ότι πρέπει να τα βελτιώσω. Η Τήλος είναι σίγουρα το σπίτι μου. Αισθάνομαι επίσης ότι έχω ένα σπίτι και στην Κάρπαθο. Έχω ακόμη επαφή με τον Μηνά, μιλάμε συχνά στο τηλέφωνο. Διάβασε και το βιβλίο, αυτός, που δεν έχει διαβάσει βιβλίο ποτέ στη ζωή του, και του άρεσε. Νιώθω πολύ τυχερή που έχω ακόμη φίλους στην Όλυμπο. Φροντίζω να πηγαίνω τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο και νιώθω ακόμη μέρος της κοινότητας. Είναι μοναδικό μέρος».

Ανέγγιχτοι παράδεισοι

Παίρνω αφορμή από ένα περιστατικό που περιγράφει στο βιβλίο της για να της θέσω το επόμενο ερώτημα. Κάποια στιγμή εκείνο το καλοκαίρι, οι ιδιοκτήτες της διπλανής ταβέρνας έβαλαν ομπρέλες και ξαπλώστρες στην παραλία, διαταράσσοντας την ομορφιά και τη γαλήνη του παρθένου τοπίου. «Ένιωσα ναυτία, θλίψη για τη φυσική ομορφιά της παραλίας», γράφει. Ποια είναι, λοιπόν, η άποψή της για το μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης της Ελλάδας; «Νομίζω ότι η ελληνική κυβέρνηση και κάποιοι δήμοι θα ήθελαν να στρέψουν τα νησιά στην κατεύθυνση πιο πολυτελούς και ακριβού τουρισμού, και αυτό είναι μεγάλο λάθος. Στα περισσότερα μέρη θα διώξει τους επισκέπτες αυτή η αλλαγή. Ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι έρχονται στην Τήλο ή στη βόρεια Κάρπαθο είναι επειδή είναι όπως ήταν η Ελλάδα πριν από τριάντα χρόνια. Το ακούω συνέχεια αυτό, ότι οι άνθρωποι έρχονται εδώ γιατί θέλουν να ξαναβρούν την Ελλάδα που θυμούνται από την εφηβεία τους. Δεν ψάχνουν για πολυτέλεια, θέλουν κάτι που είναι ειρηνικό, αυθεντικό, με λογικές τιμές. Αυτό που έχει η Ελλάδα, και είναι τόσο πολύτιμο, είναι αυτά τα ιδιαίτερα, άγρια και ανέγγιχτα μέρη. Μόλις καταστρέψεις ένα μέρος, μόλις φτιάξεις έναν δρόμο, ένα ξενοδοχείο, δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο, το έχασες για πάντα. Αυτό θα ήταν τραγωδία, είναι πολύ σημαντικό να διατηρηθούν αυτοί οι παράδεισοι της ανέγγιχτης φύσης, της ηρεμίας, όπου οι άνθρωποι μπορούν να δραπετεύουν».

Με διαβεβαιώνει ότι, από την εμπειρία της στα νησιά, «οι νέοι δεν θέλουν αυτή την άναρχη ανάπτυξη και οι επαγγελματίες νοιάζονται περισσότερο να έχουν μια βιώσιμη επιχείρηση και ταυτόχρονα μια ποιότητα ζωής που να τους επιτρέπει να φροντίζουν τα ζώα τους και την περιουσία τους. Οι περισσότερες οικογένειες που γνωρίζω εδώ είναι ευτυχισμένοι που εργάζονται πολύ σκληρά το καλοκαίρι και μετά επιστρέφουν στη χειμωνιάτικη ρουτίνα τους, στη ζωή τους». Μετά τους μήνες στην απομακρυσμένη, ανέγγιχτη Κάρπαθο, συνειδητοποίησε τι ήθελε, τι χρειαζόταν, τι ήταν σημαντικό για εκείνη. «Ήταν ένα μεγάλο ρίσκο, αλλά ανταμείφθηκα», επισημαίνει. «Γι’ αυτό, θα ήθελα οι αναγνώστες να κρατήσουν το εξής: αν θέλεις να κάνεις κάτι, απλώς τόλμησέ το, ακολούθησε το ένστικτό σου».

→ Το βιβλίο της Τζένιφερ Μπάρκλεϊ Taverna by the sea κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bradt guides.

Πηγή