Πατριάρχης Αθηναγόρας Α’: Εγγυητής της Πανορθόδοξης Ενότητας και Θεμελιωτής του Οικουμενικού Διαλόγου – PatrisNews

0
36

Γράφει ο πρ. Υφυπουργός Εξωτερικών , Γιάννης Γ. Ζαφειρόπουλος*

Συμπληρώθηκαν [7.7.2022] πενήντα χρόνια από τον θάνατο στις 7.7.1972 του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικού Πατριάρχη ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ Α΄, του σημαντικότερου – κατά τη γνώμη μας – Οικουμενικού Πατριάρχη για τα τελευταία εκατό χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας Α΄ υπήρξε εκείνος ο Ηγέτης της Ορθοδοξίας που έδωσε πραγματικό περιεχόμενο στην οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας και δικαίωσε σε παγκόσμιο επίπεδο τον τίτλο: Οικουμενικός.

Ως άλλος προφήτης «άρπαξε» το Φανάρι από τις παρακμιακές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης και μετέφερε το πνεύμα της Ορθοδοξίας και της Ρωμιοσύνης στο παγκόσμιο σύμπαν. Άνοιξε την αγκαλιά του και «χώρεσε» με αγάπη και κατανόηση τις δογματικές εμμονές και την υπεροψία των Ηγετών του Ρωμαιοκαθολικισμού οι οποίοι τελικά αναγνώρισαν την ειλικρίνεια αλλά και την υπεροχή του Ηγέτη της Πρωτόθρονης Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο Οικουμενικός Αθηναγόρας Α΄ με την εμπνευσμένη επιχειρηματολογία του επέτυχε να πείσει τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ να προβούν στις 7 Δεκεμβρίου 1965 σε «Κοινή Δήλωσή» Των και να άρουν μετά από 911 χρόνια το ανάθεμα του 1.054. Τότε στις 16 Ιουλίου 1054, ο καρδινάλιος Ουμβέρτος «… αποσταλμένος του Πάπα Λέοντος Θ΄ απόθεσε μετά της ακολουθίας του επί της Αγίας Τραπέζης και σε ώρα λειτουργίας στο ναό της Αγίας Σοφίας αφορισμό κατά του Πατριάρχου Μιχαήλ» [Βλ. Καθ. Δ. Τσάκωνα «Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών»].

Η άρση του Σχίσματος του 1054, μεταξύ της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας υπήρξε κυρίως έργο του Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄ και αποτέλεσε το σταθερό και ισχυρό θεμέλιο του «Διαλόγου Αγάπης» μεταξύ των Εκκλησιών και στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.

Εκτιμώντας το έργο του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο, κατά τον θάνατό του, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου, Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης διαπίστωνε σε εμπεριστατωμένο άρθρο του [ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Έτος ΜΘ΄, τ. Α΄/1-15.8.1972]: «Παρέλαβε το Φανάριον κατάφορτον μεν από πνευματικούς θησαυρούς και παλαιάν δόξαν, πλην όμως απεμεμονωμένον και περίπου άγνωστον εις τον ευρύτερον παγκόσμιον χώρον. Τώρα, απερχόμενος, παραδίδει ένα Οικουμενικόν Θρόνον, τον οποίον η φωτεινή του διάνοια, η ακαταμάχητος θέλησίς του και η ανεξάντλητος ζωτικότης του, κατά το τέταρτον περίπου αιώνος της πατριαρχείας του, κατέστησαν Φάρον οικουμενικής ακτινοβολίας. Το Οικουμενικόν μας Πατριαρχείον ανεδείχθη επί των ημερών του όντως Οικουμενικόν και εις την παλαιάν του δόξαν προσετέθη νέα και περίλαμπρος, η δε Ορθοδοξία, της οποίας ο Αθηναγόρας ήτο εμπνευσμένος ηγέτης, από οικογενειακή μας υπόθεσις κατέστη θέμα παγκοσμίου ενδιαφέροντος.

Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας Α΄, κατά κόσμο Αριστοκλής Σπύρου ήταν γιός του ιατρού Ματθαίου Σπύρου και γεννήθηκε το 1886 στο Βασιλικό (πρώην Τσαραπλανά) της Ηπείρου. Σπούδασε στη Σχολή Ιωαννίνων και στη συνέχεια το 1903 προσήλθε ως ιεροσπουδαστής στην Ιερά Θεολογική Σχολή Χάλκης [Ι.Θ.Σ. Χάλκης], από την οποία αποφοίτησε το 1910 σε ηλικία 24 ετών, ως άριστος κάτοχος της Θεολογικής Επιστήμης.

Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας Α΄ αφιέρωσε 70 χρόνια από τη ζωή του [1903 – 1972] στην υπηρεσία του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Υπηρέτησε με ταπεινότητα, αλλά με ένθεο ζήλο και πάθος την Ορθόδοξη Εκκλησία και τον Ιδρυτή Της, υπηρέτησε επίσης το Έθνος και την Ιστορία της Ρωμιοσύνης καθώς και την Κοινωνία, με όπλα την Αλήθεια και την Αγάπη προς τον Άνθρωπο ως πρόσωπο.

Το 1910 χειροτονείται διακόνος από το Μητροπολίτη Ελασσόνος Πολύκαρπο και καλείται από τον Μητροπολίτη Πελαγονίας Μοναστηρίου Στέφανο να υπηρετήσει στη Μητρόπολή του ως αρχιδιάκονος. Υπηρέτησε εκεί δύο (2) χρόνια υπό τον Μητρ. Στέφανο και έξη (6) χρόνια υπό τον διάδοχό του Χρυσόστομο. Υπηρέτησε δηλ. επί οκτώ (8) χρόνια ως ταπεινός διάκονος Αθηναγόρας και κατέκτησε την ψυχή του ποιμνίου της ιστορικής Μητρόπολης λόγω των ικανοτήτων του, της θεολογικής παιδείας του, του ήθους του, της φροντίδας του υπέρ των πτωχών και αδυνάτων και της επιβλητικής φυσικής παρουσίας του. Όταν το 1919 η Μητρόπολη Πελαγονίας – Μοναστηρίου περιήλθε στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Σερβίας ο Αθηναγόρας Σπύρου συνοδεύοντας τον Μητροπολίτη τον Χρυσόστομο (Καβουρίδη) – τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο των Παλαιοημερολογιτών – μετέβησαν και μόνασαν στο Άγιο Όρος.

Εκεί έλαβε [1919] πρόσκληση του μεγάλου εκκλησιαστικού ηγέτη, Μητροπολίτη Αρχιεπισκόπου Αθηνών Μελετίου Μεταξάκη – ο οποίος αναδείχτηκε στη συνέχεια Οικουμενικός Πατριάρχης και Πατριάρχης Αλεξανδρείας – για να αναλάβει καθήκοντα Γραμματέα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (1920 -1922). Υπηρετώντας και ως αρχιδιάκονος στη Μητρόπολη Αθηνών, ενώ ασκούσε ταυτόχρονα και τα καθήκοντα του Αρχιγραμματέως της Ιεράς Συνόδου.

Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα αναμίχθηκε στην κίνηση για τη δημιουργία «Παγκληρικής Ένωσης» δεδομένου ότι επικρατούσε τότε στην Εκκλησία μεγάλη αναστάτωση μετά την καθαίρεση του Μητροπολίτη [Αρχιεπισκόπου] Αθηνών Θεόκλητου.

Την ίδρυση της «Παγκληρικής Ένωσης» ορισμένοι κατέκριναν γιατί απέδωσαν στους εμπνευστές της ως πρωταρχική και κύρια επιδίωξή τους «… (την) εν παραμοναίς εθνικής συμφοράς (…) εξασφάλισιν ανόδου των εις αρχιερατικόν αξίωμα…» (Θ. Στράγκα «Εκκλησίας της Ελλάδος Ιστορία», 1976). Οι κατηγορίες αυτές προερχόμενες από υπερσυντηρικούς κύκλους της Εκκλησίας δεν ευσταθούσαν. Τη Διοίκηση της «Παγκληρικής Ένωσης» ουσιαστικά εκπροσωπούσαν ο Αρχιμ. Δαμασκηνός Παναδρέου, ως Πρόεδρος, ο Αρχιμ. Παντελεήμων Φωστίνης ως Αντιπρόεδρος και ο Διάκονος Αθηναγόρας Σπύρου ως Γραμματέας. Οι τρεις (3) εκπρόσωποι της «Παγκληρικής Ένωσης» που αναδείχθηκαν (11.12.1922) στο Προεδρείο της, για να συμμετάσχουν σε διαβουλεύσεις με τον Αρχηγό της Επανάστασης 1922 Νικόλαο Πλαστήρα και επιτροπή υπουργών και ειδικών επιστημόνων ήσαν πρόσωπα ανεπίληπτα, υψηλού εκκλησιαστικού κύρους και ήθους. Η σύσκεψη αυτή κατέληξε στην απόφαση να πληρωθούν οι κενές Μητροπολιτικές έδρες (πλην των Μητροπόλεων Αθηνών και Λάρισας). Η Αριστίνδην Σύνοδος 1922 κατάρτισε προτάσεις τριών υποψηφίων ανά Μητρόπολη και με την έκτακτη αυτή διαδικασία η Κυβέρνηση πρόκρινε έναν από τους υποψηφίους για καθεμιά από τις 8 Μητροπολίτης (16.12.1922). Τα μέλη του Προεδρείου της «Παγκληρικής Ένωσης» προκρίθηκαν: ο Αρχιμ. Δαμασκηνός Παπανδρέου, ως Μητρ. Κορινθίας (ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Αντιβασιλέας), ο Παντελεήμων Φωστίνης, ως Μητρ. Καρυστίας και ο Διάκονος Αθηναγόρας Σπύρου ως Μητρ. Κερκύρας. (Μεταξύ των προκριθέντων υποψηφίων ήταν και ο Αρχιμ. Αντώνιος Πολίτης, ως Μητρ. Ηλείας, ο οποίος κατά την Κατοχή ηγήθηκε της Εθνικής Αντίστασης στην Πελοπόννησο, ως αρχηγός του ΕΑΜ).

Ως Μητροπολίτης Κερκύρας ο Αθηναγόρας άφησε εποχή και λατρεύτηκε από το ποίμνιό του. Ανέπτυξε ειλικρινείς σχέσεις φιλίας με τους Καθολικούς. Ο Αρχιεπίσκοπος των Καθολικών Λεονάρδος Πρίντεζι ήταν φίλος του και όπως ανέφερε ο ίδιος στον Καθ. Δ. Τσάκωνα: «Τον έπαιρνα και επηγαίναμε μαζί περίπατο. Και όταν ήρχοντο τα παιδιά να μας φιλήσουν το χέρι, τα έβαζα πρώτα ν’ ασπασθούν το δικό του»), αλλά και με τους Διαμαρτυρόμενους και τους Εβραίους της Κέρκυρας, τους οποίους ιδιαίτερα προστάτευε. Επιπλέον ο Μητρ. Αθηναγόρας, ενημερωνόταν και για τις εξελίξεις στη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και «για την αρχιερατεία του Πίου ΙΑ΄ διαβάζοντας το «Osservatore Romano», το δημοσιογραφικό όργανο του Βατικανού» [: A. Riccardi, Αθηναγόρας – Clement, Έκδοση Απ. Διακονίας της Ε.Ε., Αθήνα, 2020].

Έναν αιώνα μετά, οι πάντες μνημονεύουν την ηρωϊκή στάση του στις 31.8.1923 όταν βομβάρδιζε την Κέρκυρα ο ιταλικός στόλος. Αναφέρει σχετικά ο βιογράφος του Καθ. Δ. Τσάκωνας: «Ο αείμνηστος ιεράρχης, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, εμπήκε σε μια βάρκα και κωπηλατώντας ο ίδιος ετόλμησε να ανέβη στην ιταλική ναυαρχίδα. Συναντήσας εκεί το ναύαρχον, τον επέκρινε δριμύτατα γιατί βομβάρδισε και εφόνευσε αθώους ανθρώπους κυρίως πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής».

Ο Ιταλός ναύαρχος σταμάτησε το βομβαρδισμό μετά την παρέμβαση του Μητροπολίτη Αθηναγόρα. Στην Κέρκυρα το έργο του Αθηναγόρα υπήρξε τεράστιο και στο επίπεδο της φιλανθρωπίας αλλά κυρίως στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης θεσμικής λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα σε πολυθρησκευτικό – πολυπολιτισμικό περιβάλλον και στην ανάπτυξη δομών επιμόρφωσης των λειτουργών της: ίδρυσε την Ιερατική Σχολή Κέρκυρας με διευθυντή τον Αρχιμ. Παρθένιο Πολάκη (ο οποίος στη συνέχεια χρημάτισε Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης), το περιοδικό «Άγιος Σπυρίδων» το πρώτο χριστιανικό έντυπο Μητρόπολης, καθιέρωσε τις Γενικές Συνελεύσεις του Ενοριακού Κλήρου, δημιούργησε τον «Κερκυραϊκό Σύλλογο της Νεολαίας» κλπ.

Κατά την οκταετή θητεία του στη Μητρόπολη Κέρκυρας [1992 – 1930] ο Αθηναγόρας λόγω του εκκλησιαστικού έργου του και της γενικότερης πολυσχιδούς δραστηριότητάς του, των ηγετικών του χαρακτηριστικών και του υψηλού πνευματικού κύρους τους κατέλαβε περίοπτο θέση στη μικρή χορεία των σημαντικών Επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Κατά την περίοδο της διαποίμανσης της Μητρόπολης Κέρκυρας ο Αθηναγόρας εκπροσώπησε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την Εκκλησία της Ελλάδας σε διεθνείς χριστιανικές πρωτοβουλίες και Συνέδρια. Συμμετείχε στα Συνέδρια της Χριστιανικής Ένωσης Νέων [Κλήβελαντ 1923 και Ελσίνκι 1926] καθώς και στο Ζ΄ Συνέδριο της Αγγλικανικής Εκκλησίας [Λάμπεθ – Λονδίνο], όπου συνάντησε και τον Αρχιμανδρίτη Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, ο οποίος υπηρετούσε στο Λονδίνο ως προϊστάμενος του καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας, τον οποίο ως Οικουμενικός Πατριάρχης επέλεξε [11.10.1949] ως Αρχιεπίσκοπο Αμερικής «… εις διαδοχήν του αποθανόντος αμέσως μετά την εκλογήν του Τιμοθέου Ευαγγελίδου του από Ρόδου». Επίσης το 1930 συμμετείχε και στην ιδιαίτερα σημαντική συνάντηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Άγιο Όρος.

Την ίδια περίοδο εξελισσόταν στην Αρχιεπισκοπή Βόρειας και Νότιας Αμερικής μια σφοδρή διαμάχη μεταξύ αντίπαλων κληρικολαϊκών φατριών με «πολιτικοποιημένα κριτήρια» τα οποία … συμπληρώνονταν και με προσωπικά κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα. Η διαμάχη αυτή είχε ουσιαστικά μετατραπεί σε «εμφύλια σύγκρουση» και είχε διαλυτικές συνέπειες στη συνοχή της Ελληνικής Ομογένειας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Με Γράμμα του Πατριάρχου Φωτίου Β΄ [1929 – 1935] ορίστηκε Πατριαρχικός Έξαρχος ο Μητροπολίτης Κορινθίας Δαμασκηνός [μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ναι αντιβασιλέας] για να αντιμετωπίσει εκ μέρους του Οικουμ. Πατριαρχείου αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση και του συστήθηκε «.. τείνητε προς αλλήλους τας χείρας και τερματίσητε την διχοστασίαν, τας έριδας και τας διχονοίας…». [Ο Μητρ. Δαμασκηνός επιλέγηκε ως Έξαρχος γιατί εγνώριζε τα προβλήματα της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, δεδομένου ότι μετά το σεισμό του 1928 είχε μεταβεί στις Η.Π.Α. για την πραγματοποίηση εράνου για τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της Κορίνθου και των υποδομών της Μητρόπολης].

Πολύ σύντομα η κατάσταση στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής χάρη στις άοκνες και «διπλωματικές» ενέργειες του Έξαρχου Μητρ. Δαμασκηνού, ομαλοποιήθηκε – σχεδόν πλήρως – και η Ιερά Σύνοδος του Οικουμ. Πατριαρχείου – μάλλον μετά από σχετική πρόταση του Έξαρχου – εξέλεξε στις 12.8.1930 τον Αθηναγόρα Αρχιεπίσκοπο Βόρειας και Νότιας Αμερικής. [Όπως είναι γνωστό ο Αθηναγόρας και ο Δαμασκηνός συνυπήρξαν συνεργαζόμενοι ως τα δύο μέλη του Τριμελούς Προεδρείου – μαζί με τον Μητρ. Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη – της «Παγκληρικής Ένωσης»]. Η σχετική πρόταση του Μητροπολίτη – Εξάρχου Δαμασκηνού [Παπανδρέου] θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανόν και ως κίνηση του Έξαρχου να … «απομακρύνει» (!) από την Ελλάδα έναν μελλοντικό ανταγωνιστή για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αθήνας.

Η Εκκλησία της Ελλάδας παρέσχε τη συγκατάθεσή της για την προαγωγή του Αθηναγόρα «μετά την κανονικήν παραίτησιν αυτού από της Ι.Μ. Κερκύρας και Παξών». Ταυτόχρονα με τη συνεργασία των δύο Εκκλησιών [Κωνσταντινουπόλεως και Αθήνας] «τακτοποιήθηκαν» ως Τοποτηρητές – Μητροπολίτες Σιάτιστας και Δράμας οι «ταραχοποιοί» Επίσκοποι Σικάγου Φιλάρετος και Χαλδείας Βασίλειος, για να απομακρυνθούν από την Αμερική.

Η προαγωγή του Αθηναγόρα, στην «επικίνδυνη» αλλά περίοπτη εκκλησιαστική θέση του Αρχιεπισκόπου Αμερικής, θεωρήθηκε ως ευνοϊκή εξέλιξη για τις τύχες του Ομογενειακού Ελληνισμού, αλλά υπήρξε πλήγμα για την Εκκλησία της Ελλάδας.

Μάλιστα το επίσημο δημοσιογραφικό όργανό της [«Εκκλησία», 16.8.1930] αναφέρει χαρακτηριστικά ότι με την, κατά τα άλλα, τιμητική εκλογή – προαγωγή του Αθηναγόρα «… στερείται η Εκκλησία της Ελλάδος των περαιτέρω υπηρεσιών του διαπρεπούς Ιεράρχου». Και στο σχετικό άρθρο σημειώνεται με έμφαση ότι ο Αθηναγόρας διαθέτει πολύτιμη ποιμαντική πείρα και μεγάλη μόρφωση και θα επιτύχει στο έργο του «… να αποκαταστήσει την ειρήνη» και να επουλώσει τις πληγές που άφησε στο Σώμα της Ελληνικής Εκκλησίας της Αμερικής.

Το έργο του Αθηναγόρα υπήρξε ιστορικής σημασίας για την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό κατά την δεκαοκταετή θεόπνευστη διακονία του στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Το συνολικό έργο του προσέλαβε λόγω των ηγετικών προσόντων του «εθναρχικά χαρακτηριστικά» και η αμερικανική ηγεσία τον θεωρούσε αξιόπιστο εκπρόσωπο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, αλλά και της Ελλάδας η οποία την περίοδο αυτή [1948] ήδη δοκιμαζόταν σκληρά από τον αδυσώπητο Εμφύλιο Πόλεμο και την άγρια κρατική – και όχι μόνο – τρομοκρατία. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ως Αρχιεπίσκοπος Αμερικής και φυσικός ηγέτης της Ελληνικής Ομογένειας, ο Αθηναγόρας ανέπτυξε στενές φιλικές – προσωπικές σχέσεις με τους Προέδρους των Η.Π.Α. Τ. Ρούσβελτ και Χ. Τρούμαν και άλλους σημαντικούς παράγοντες της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Το έργο του Αθηναγόρα μπορεί να συνοψιστεί – αντί άλλων λεπτομερειών … – στο γεγονός ότι κατά την προηγούμενη της εκλογής του περίοδο – όταν επικεφαλής της Αρχιεπισκοπής ήταν ο Μητρ. Ροδοστόλου Αλέξανδρος, υπήρχαν 119 σπαρασσόμενες, ουσιαστικά ανοργάνωτες Κοινότητες και κατά την θητεία του όχι μόνο αναδιοργανώθηκαν όλες, αλλά δημιουργήθηκαν και περίπου 220 νέες (!), ώστε κατά την αποχώρησή του το 1948, για να αναλάβει τα καθήκοντα του Οικουμενικού Πατριάρχη, υπήρχαν στην Αρχιεπισκοπή 350 πλήρως οργανωμένες Κοινότητες.

Μεταξύ των σημαντικών επιτευγμάτων του Αθηναγόρα στην Αμερική συγκαταλέγονται τρία Ιδρύματα που διαδραμάτισαν σπουδαιότατο ρόλο στην αναδιοργάνωση και ανάπτυξη της Αρχιεπισκοπής: 1) η Φιλόπτωχος Αδελφότητα [1931] με δικτύωση σε όλη την Αμερική, 2) η Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού [1937] και η Ακαδημία του Αγίου Βασιλείου [1944].

Ο Αθηναγόρας έλαβε το 1938 την αμερικανική υπηκοότητα, αλλά ήδη είχε εγκολπωθεί τις όποιες θετικές αξίες ενσωμάτωνε και εξέφραζε ο νέος αμερικανικός τρόπος ζωής – ιδιαίτερα κατά το στάδιο ωρίμανσης των συνεπειών της Μεγάλης Κρίσης [1929]. Όπως υποστηρίζει ο Α. Riccardi [Βλ. «Αθηναγόρας – Clement», Έκδοση Αποστολικής Διακονίας, 2020], ο Αθηναγόρας «ως Αρχιεπίσκοπος επέμενε πολύ στη συμμετοχή των λαϊκών, στη διάκριση των ρόλων μεταξύ κληρικών και λαϊκών, στην αυτοχρηματοδότηση των κοινοτήτων». Και όπως αναφέρει η βιογράφος του V. Mariano και προκύπτει και από τις συνομιλίες του με αυθεντικούς γνώστες της προσωπικότητάς του [Oliver Clement, Παύλος Παλαιολόγος, Δημήτριος Τσάκωνας] ο Αθηναγόρας οραματιζόταν την εξελικτική προσαρμογή της Ορθοδοξίας στις νέες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες και την ενότητα των χριστιανών. Είχε θετική άποψη για «το μεγαλείο των πολυεθνικών κρατών» και αποδεχόταν την αξία της «αμερικανικής νεωτερικότητας». Ο Α. Riccardi σημειώνει επίσης ότι «Ήταν ένας ειλικρινής φίλος των Η.Π.Α. Θαύμαζε τη δημοκρατία, την ελευθερία, την ομοσπονδιακή μορφή και την απουσία εθνικής αποκλειστικότητας που υπήρχε σε αυτές] [ο.π. σελ. 221].

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηναγόρας, λόγω του τεράστιου έργου του στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής σε συνδυασμό με το υψηλό κύρος και την μεγάλη επιρροή του και στις άλλες Ορθόδοξες Κοινότητες διάφορων εθνικοτήτων εξελίχθηκε σε χρήσιμο «παράγοντα» της αμερικανικής πολιτικής – ιδιαίτερα για την Ελλάδα, την Τουρκία κλπ. χώρες της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων και της Ν.Α. Ευρώπης, καθώς και για τις λοιπές Εκκλησίες και τις Ορθόδοξες Κοινότητες.

Στην εξέλιξη των μεταπολεμικών «ψυχροπολεμικών» αντιπαραθέσεων, διαμαχών και συγκρούσεων για την υπερίσχυση των αμερικανικών επιδιώξεων, το ιδεολογικό οπλοστάσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας τέθηκε στη διάθεση της βίαιης αντικομμουνιστικής στρατηγικής των Η.Π.Α. και γενικότερα του Δυτικού – λεγόμενου «Ελεύθερου» – Κόσμου. Ο Αθηναγόρας στήριξε αυτή την στρατηγική των Η.Π.Α. και χαρακτήριζε την επιθετική στάση απέναντι στον κομμουνισμό ως την «ιερώτερη μάχη» του χριστιανικού κόσμου.

Το Νοέμβριο 1948 σε ομιλία του στο Κληρικολαϊκό Συνέδριο της Βοστώνης [: el. Wikipedia, org] η οποία μεταδόθηκε από όλα τα αμερικανικά Μ.Μ.Ε., ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Καταιγίδες αντιξοοτήτων ξεσπούν γύρω μας και το ολέθριο πνεύμα της καταστροφής απειλεί να πνίξει την ελευθερία της συνειδήσεώς μας, τα ανθρώπινα ιδανικά μας και τα ιερά του χριστιανικού πολιτισμού θεμέλια (…).

Η Ελλάς από το ένας μέρος διεξάγει ήδη σκληρόν αγώνα δια να διατηρήσει την ελευθερίαν και την εδαφικήν της ακεραιότητα. Η Τουρκία αφ’ ετέρου ευρίσκεται εις συνεχή επιφυλακτικήν στάσιν εν όψει της ιδίας απειλής.

Το Δόγμα Τρούμαν απεδείχθη εν τη πράξει ως εις εκ των αποτελεσματικοτέρων παραγόντων εις τον αγώνα προς απόκρουσιν της επιθέσεως αυτής. Καλώ όλους τους Αμερικανούς όπως ενισχύουν τας προσπαθείας του Προέδρου Τρούμαν (…). Το να λησμονήση τις το ιερόν τούτο χρέος κατά τας κρισίμους ώρας θα ισοδυνάμει προς το να λιποτακτήση και να εγκαταλείψει την θέσιν του εις την ιερωτέραν μάχην εξ όσων εδόθησαν ποτέ δια την υπεράσπισιν των ιδανικών της χριστιανοσύνης».

Πηγή