Ολο και περισσότερα μουσεία στις ΗΠΑ αναγκάζονται να επιστρέψουν αρχαιότητες

0
17

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Εκτενές δημοσίευμα για το γεγονός ότι όλο και περισσότερα αμερικανικά μουσεία επιστρέφουν όλο και περισσότερα αντικείμενα στις χώρες προέλευσής του φιλοξενεί στο σημερινό της φύλλο η εφημερίδα «New York Times». Το δημοσίευμα μάλιστα κάνει αναφορά και στην προσπάθεια της Ελλάδας να επαναπατρίσει από το Λονδίνο και το Βρετανικό Μουσείο τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

Το δημοσίευμα ξεκινά αναφέροντας ότι για δεκαετίες, η συλλογή αρχαιοτήτων από διάφορες χώρες του Κόσμου από τα αμερικανικά μουσεία ήταν κάτι το σύνηθες. Στη δεκαετία του 1960, για παράδειγμα, ορισμένοι επιμελητές μουσείων αγκάλιασαν την καταδίωξη για πολύτιμα αντικείμενα σαν να ήταν κυνήγι μεγάλων θηραμάτων.

Ο Τόμας Χόβινγκ (Thomas Hoving), επιμελητής του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης που αργότερα έγινε διευθυντής του, ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος για την ικανότητά του να ξεπερνά τους αντιπάλους του στην παγκόσμια αναζήτηση αριστουργημάτων.

Σήμερα, πολλά μουσεία των ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τον απολογισμό για τις επιθετικές τακτικές τους του παρελθόντος. Οι συμπεριφορές έχουν αλλάξει, η εποχή του Ιντιάνα Τζόουνς έχει τελειώσει και υπάρχει τρομερή πίεση στα μουσεία να επιστρέψουν τυχόν λεηλατημένα έργα.

Αν και το ρεύμα άλλαξε περισσότερο από μια δεκαετία πριν, ο ρυθμός των επαναπατρισμών έχει επιταχυνθεί μόνο τα τελευταία χρόνια. Τους τελευταίους μόλις μήνες, μουσεία σε όλη την Αμερική επέστρεψαν δεκάδες αρχαιότητες στις χώρες από τις οποίες ελήφθησαν.

Το Μουσείο J. Paul Getty στο Λος Αντζελες επέστρεψε τρεις πολύτιμες φιγούρες από τερακότα στην Ιταλία. Το Μουσείο Τέχνης του Ντένβερ έστειλε τέσσερις αρχαιότητες πίσω στην Καμπότζη. Το Ιδρυμα Smithsonian επέστρεψε 29 χάλκινα του Μπενίν στη Νιγηρία. Και το γραφείο του εισαγγελέα του Μανχάταν κατέσχεσε 27 λεηλατημένα αντικείμενα από το Met, τα οποία κατευθύνονται πίσω στην Ιταλία και την Αίγυπτο.

«Εχω συμπάθεια», είπε η Ελίζαμπεθ Μάρλοου (Elizabeth Marlowe), διευθύντρια του προγράμματος Μουσειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Colgate, «για τους διευθυντές και τους επιμελητές μουσείων που εκπαιδεύτηκαν βάσει διαφορετικών ηθικών κανόνων και τώρα βρίσκονται σε μια κατάσταση όπου πολλοί δημόσια πρέπει να ξανασκεφτούν την ηθική και τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους λειτουργούν».

Για την Μάρλοου και άλλους, η αύξηση των επαναπατρισμών των μουσείων είναι μια δίκαιη απάντηση στο κυνήγι θησαυρού για περισσότερο από έναν αιώνα που, όπως λένε, εκμεταλλεύτηκε τις κοινωνίες που έγιναν ευάλωτες από τη φτώχεια, τον πόλεμο ή την πολιτική αστάθεια.

Για ορισμένους, ωστόσο, ο αριθμός των αποζημιώσεων έχει γίνει ανησυχητικός. Τα μουσεία, όπως και οι δημόσιες βιβλιοθήκες, απολαμβάνουν από καιρό μια εξέχουσα θέση ως χώροι που προωθούν την πολυμάθεια διατηρώντας και εκθέτοντας μόνιμα τα σημαντικά αντικείμενα που καθορίζουν την ανθρώπινη ιστορία και τον πολιτισμό.

Αλλά τώρα οι επιμελητές παρακολουθούν τακτικά αρχαία έργα που εκτίθενται για μεγάλο χρονικό διάστημα και βγαίνουν από την πόρτα σε κιβώτια αποστολής. Οι συλλογικές πρακτικές που ασπάζονται για δεκαετίες έχουν αναδιατυπωθεί ως κακές.

«Μεταφέραμε τις θέσεις των στόχων», δήλωσε η Κέιτ Φιτζ Γκίμπον, εκτελεστική διευθύντρια της Επιτροπής Πολιτιστικής Πολιτικής της δεξαμενής σκέψης.

Στη συνέχεια το δημοσίευμα κάνει αναφορά στην ολοένα και αυξανόμενη πίεση που ασκεί η Ελλάδα στο Βρετανικό Μουσείο για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Στην Αμερική, πάντως, οι επικριτές της αύξησης των επιστροφών ανησυχούν ότι οι συλλογές μουσείων που δημιουργήθηκαν με την πάροδο του χρόνου εξαντλούνται. Θα πρέπει να στερηθεί το κοινό των ΗΠΑ, ρωτούν, την πρόσβαση σε εμβληματικά αντικείμενα που προτείνουν ότι ανήκουν, όχι σε μεμονωμένα έθνη, αλλά στην ανθρωπότητα;

 

Πηγή