Από τους Αγ. Σαράντα στη Μασαχουσέτη: O Κωνσταντίνος Στούπης θυμάται το 1940

0
6
Από τους Αγ. Σαράντα στη Μασαχουσέτη: O Κωνσταντίνος Στούπης θυμάται το 1940

Από τους Αγ. Σαράντα στη Μασαχουσέτη: O Κωνσταντίνος Στούπης θυμάται το 1940

Ο Κωνσταντίνος Στούπης, ο οποίος κατάγεται από την Γριάσδανη της επαρχίας των Αγίων Σαράντα, στη Β. Ηπειρο, είναι σήμερα 85 ετών και ζει με την σύζυγό του Παρασκευή στο Methuen της Μασαχουσέτης. Οι μνήμες από το 1940 είναι ένας θησαυρός, για όλους εμάς που δεν ζήσαμε την σκληρότητα της ιταλικής και γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Οταν άρχισε ο πόλεμος το 1940,οι Ιταλοί και οι Αλβανοί, που ήταν συνέταιροι έρχονταν στο χωριό μας την Γριάσδανη, που ήταν ορεινό και είχε μόνο μία είσοδο και έξοδο. Δεν μπορούσες να πας από αλλού, μόνο από αυτή την είσοδο και την έξοδο. Είχανε βάλει τότε στο χωριό φύλακες να φυλάνε, για να βλέπουν πότε θα ερχόταν ο στρατός, είτε Ιταλοί, είτε Αλβανοί, και οι Γερμανοί αργότερα. Οταν ερχόταν ο στρατός λοιπόν, ειδοποιούσαν το χωριό οι φύλακες κι εμείς πηγαίναμε όλοι σε μία μεγάλη σπηλιά που χωρούσε όλα τα παιδιά του χωριού και τους γέροντες. Ημασταν αναγκασμένοι, όλο το χωριό να τους φιλοξενήσουμε, να τους ταΐσουμε και να τους ποτίζουμε με ό,τι είχε ο καθένας. Σε περίπτωση που κάποιος δεν ήθελε να τους φιλοξενήσει, τον κατηγορούσαν, ότι ήταν κομμουνιστής. Τον έπαιρναν και τον πήγαιναν στη Βόρεια Αλβανία και στην Ιταλία εξορία ή τον σκότωναν. Οι Ιταλοί, νομίζω εγώ, ότι ήταν πιο ευγενικοί. Είχαν και αυτοί οικογένειες, είχαν παιδιά, είχαν ανίψια και δεν μας πειράξανε. Σε μία περίπτωση μόνο τρεις Ιταλοί, μάλλον ήταν γιατροί ή νοσοκόμοι, δεν θυμάμαι, περνούσαν από το χωριό μας και τους πιάσανε τα πρωτοπαλίκαρα του χωριού, τους στήσανε στο τοίχο του νεκροταφείου, που είχε μία μικρή εκκλησία και τους τουφέκισαν. Είχαν κάτι παλιά όπλα μεγάλα και μακριά. Εγώ ήμουν μικρός και με τα άλλα παιδιά κοιτούσαμε κρυφά από τους τοίχους, πως τους τουφέκισαν. Εν τω μεταξύ, σκοτώθηκαν οι δύο, αλλά ο τρίτος έπεσε κι αυτός κάτω και έκανε πως σκοτώθηκε. Οταν νύχτωσε όμως έφυγε και πήγε και ειδοποίησε τους Ιταλούς, για το γεγονός που έγινε στο χωριό μας. Τότε ήρθαν οι Ιταλοί και ’κάψαν την Γριάσδανη τρεις φορές! Την πρώτη φορά μάλιστα έβαλαν φωτιά σε ένα σπίτι, με ένα κοριτσάκι 16 χρονών, που κάηκε ζωντανό. Το σπίτι το δικό μας, το φύλαγε η γιαγιά μου, η μάνα του πατέρα μου, που τους κράταγε τα χέρια να μην το κάψουν. Τους έσφαζε κότες, τους τάιζε, τους μαγείρευε, ό,τι μπορούσε και έτσι γλύτωσε το σπίτι μας. Εμείς κρυβόμασταν στη σπηλιά. Ολο το χωριό υπέφερε. Οι Ιταλοί και οι Αλβανοί κάθε φορά που έφευγαν από το χωριό το σήκωναν ολόκληρο, παίρνοντας τα κατσίκια, τα αρνιά και τις κότες μας, για εφόδια. Μας ειδοποιούσαν πάλι οι φύλακες κάθε φορά να κρύψουμε, ό,τι προλαβαίναμε στον ερχομό τους. Αλλά είχαν και αεροπλάνα οι Ιταλοί και με τα κιάλια έβλεπαν από ψηλά σε ποια μέρη έβοσκαν τα γίδια μας και τα πρόβατα στα βουνά. Ελεγαν τότε στους στρατιώτες τους να πάνε στα συγκεκριμένα μέρη, που οι πιλότοι εντόπιζαν, και οι Ιταλοί πήγαιναν και τα έπαιρναν. Οι χωριανοί όμως, που είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν τι γίνεται, μόλις έβλεπαν αεροπλάνα έπαιρναν τα πρόβατα και τα έκρυβαν μέσα στα δάση, για να μην τα βλέπουν οι Ιταλοί και έτσι γλιτώσανε πολλά αρνιά και κατσίκια.

Υπήρχε πολύ μεγάλη αλληλεγγύη στο χωριό μας. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον, ιδίως τους γέροντες, που πολλοί ήταν μόνοι τους. Δεν άφηναν κανέναν να πεθάνει. Τους πήγαιναν ένα πιάτο φαΐ να φάνε. Ετσι γλύτωσε το χωριό μας.

Το ‘41 ήρθαν και οι Γερμανοί. Εμείς τα παιδιά, τους Γερμανούς τους φοβόμασταν πολύ γιατί ήταν βάρβαροι. Το Σεπτέμβριο του 1945 αποφασίσαμε να φύγουμε από το χωριό και να πάμε στα Γιάννενα. Ημασταν 17 άτομα, μισοί απ’ το χωριό μου και άλλοι μισοί από ένα άλλο χωριό που λέγεται Δίβρη. Ενας οδηγός μας πήγε μέχρι τα σύνορα και κοιμηθήκαμε εκεί. Η μάνα μου κουβαλούσε τα κλινοσκεπάσματα, ο μεγάλος μου αδελφός, που ήταν τότε 14 χρόνων, είχε ένα μεγάλο σακούλι, με ζυμωτό ψωμί, που είχε κάνει η συχωρεμένη η μάνα μου και εγώ είχα ένα άλλο σακούλι, που είχα μέσα ένα μεγάλο μπουκάλι με νερό, για να έχουμε να πίνουμε. Περάσαμε μέσα από ένα κεφαλοχώρι, τον Τσαμαντά, στις πλαγιές της Μουργκάνας και μετά πήγαμε σε ένα άλλο χωριό, όπου εκεί μάς βάλανε να ξαποστάσουμε και να κοιμηθούμε στο σχολείο. Την άλλη μέρα φύγαμε και πήγαμε στην πρωτεύουσα της επαρχίας που λέγεται Φιλιάτες. Εκεί έμεινα με τη μάνα και τον αδερφό μου γύρω στις 10 μέρες. Από εκεί πήραμε το δρόμο της Ηγουμενίτσας για τα Γιάννενα και περιμέναμε να περάσει κανένα φορτηγό να μας πάρει. Τελικά φτάσαμε για πρώτη φορά σε πολιτεία, στα Γιάννενα. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε, πού να πάμε. Μας έστειλαν σε ένα σπίτι τριώροφο, με καμιά δεκαριά δωμάτια και κάθε δωμάτιο είχε μία οικογένεια. Εμείς βρήκαμε ένα άδειο δωμάτιο στο τρίτο πάτωμα σε ένα παλιό σαράβαλο. Τον χειμώνα είχε πολύ κρύο και χιόνια και φυσούσε τόσο πολύ ο αέρας, που φοβόμαστε να μην πέσει το σπίτι και μας πλακώσει. Μείναμε εκεί εφτά χρόνια. Εν τω μεταξύ, αυτό το σπίτι, το οποίο είχαν δυο αδέρφια, ένας δικηγόρος και ένας γιατρός, το πούλησαν για 200 χρυσές λίρες. Ευτυχώς μας πλήρωσαν τα μεταφορικά και πήγαμε σε ένα άλλο σπίτι παλιό, που βρήκαμε, μέσα σε ένα δωμάτιο όλη η οικογένεια. Σκεφτείτε, ότι η μάνα μου γέννησε ακόμα δυο παιδιά στα Γιάννενα σε αυτές τις συνθήκες. Οταν φύγαμε από το χωριό, ήταν έγκυος στην αδελφή μου, που γεννήθηκε τον Γενάρη του ‘46 και μετά από ένα χρόνο γεννήθηκε και ο αδελφός μου, ο Γιώργος. Ο πατέρας μου είχε φύγει πρώτος τον Μάιο του ‘45 και τον βρήκαμε στα Γιάννενα. Κάθε μέρα παίρναμε συσσίτιο από την αμερικανική βοήθεια, αλλά και ρούχα και παπούτσια και κάποια χρήματα.

Οταν τελείωσα το σχολείο, πήγα στη Λέρο για ένα χρόνο, από το ‘54 μέχρι το ’55, σε μια σχολή και έγινα ελαιοχρωματιστής. Μετά μέχρι το ‘60 έμενα στην Αθήνα και δούλευα. Οι γονείς μου έμειναν στην Πέρδικα, ένα από τα πιο ωραία χωριά της Ελλάδος. Είχαν κτίσει τότε τα «Αμερικανικά», όπως τα λέγαμε, πάλι από τη βοήθεια των Αμερικανών και μάς έδωσαν ένα σπίτι, όπου έμεναν οι γονείς μου με τα αδέλφια μου. Εγώ πήγαινα και τους έβλεπα το χειμώνα για δυο μήνες και επέστρεφα την Ανοιξη πάλι στην Αθήνα.

Τέλος του ‘60, πήγα με κρύα καρδιά στη Γερμανία, έξω από το Μόναχο, για να δουλέψω σε εργοστάσια. Το ’63 γύρισα στην Ελλάδα και το ’64 ήρθα στην Αμερική. Στις 20 Αυγούστου του ’67 παντρευτήκαμε με την Βούλα και κάναμε τα παιδιά μας.

 

Πηγή