Γράφει η Emma Ashford
Η στήριξη της ηπείρου στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι τελικά επιζήμια.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν βρέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στην Ευρώπη, όπου οι συζητήσεις περί ενότητας κατέκλυσαν τον αέρα. Στη σύνοδο της Ομάδας των 7 (G7) στη Βαυαρία της Γερμανίας, οι ηγέτες συνεχάρησαν τους εαυτούς τους για τις αποφάσεις που έλαβαν τους τελευταίους μήνες και επανέλαβαν την υποστήριξή τους προς την Ουκρανία. Βρήκαν, μάλιστα, χρόνο για να βγάλουν ακόμη και την παραδοσιακή “οικογενειακή φωτογραφία”, μια συχνά αμήχανη στιγμή για τους ηγέτες του πλανήτη. Στη δε σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, που ξεκίνησε την Τρίτη και ολοκληρώθηκε την Πέμπτη, είχαμε μια από τα ίδια.
Η τάση των ηγετών να αυτοσυγχαίρουν τους εαυτούς τους είναι σχετικά νέα. Μόλις πριν από τρία χρόνια, το ΝΑΤΟ -ξεφτιλισμένο από τις αποτυχημένες επεμβάσεις στη Λιβύη και το Ιράκ, εσωτερικά διχασμένο όσον αφορά το μέλλον του και λαβωμένο από τον χλευασμό του Ντόναλντ Τραμπ- κηρύχθηκε “εγκεφαλικά νεκρό” από τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν. Τώρα η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Τέσσερις μήνες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το ΝΑΤΟ ορθώνεται ως αναζωογονημένο ανάχωμα απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες σε όλη την ήπειρο, αποφασισμένοι να συνεργαστούν, μιλούν με αυτοπεποίθηση περί κοινού σκοπού.
Ωστόσο, παρ’ όλες τις συζητήσεις για την ευρωπαϊκή αποφασιστικότητα, οι τελευταίοι μήνες κατέδειξαν στην πραγματικότητα κάτι άλλο: την εξάρτηση της ηπείρου από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την επίλυση των προβλημάτων ασφαλείας της. Φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Από πολλές απόψεις, αυτός είναι ο ρόλος που διαδραματίζει η Αμερική από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, διασφαλίζοντας -ακόμη και μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991- ότι η Ευρώπη λειτουργεί υπό την αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα.
Όμως, παρότι αυτή η προσέγγιση ίσως γλιτώνει τους ηγέτες από πολιτικά δύσκολες επιλογές βραχυπρόθεσμα, τελικά είναι επιζήμια. Η Αμερική, ταλανιζόμενη από εσωτερικά προβλήματα και αυξάνοντας ολοένα και περισσότερο την εστίασή της στις προκλήσεις που εγείρει η άνοδος της Κίνας, δεν μπορεί να “νταντεύει” την Ευρώπη για πάντα. Και η Ευρώπη, αντιμέτωπη με την επιθετική και αναθεωρητική στάση της Ρωσίας, θα πρέπει να φροντίσει η ίδια τον εαυτό της.
Αυτή η κριτική ενδεχομένως να ακούγεται αντιφατική. Εξάλλου, η Ευρώπη έχει κάνει ορισμένα σημαντικά βήματα όσον αφορά την άμυνά της τους τελευταίους μήνες. Στροφή που είναι περισσότερο ορατή στην περίπτωση της Γερμανίας, όπου η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να δαπανήσει επιπλέον 100 δισ. ευρώ, ή 106 δισ. δολάρια, για την άμυνα τα επόμενα χρόνια – αλλαγή τόσο βαθιά που ο γερμανικός Τύπος έχει υιοθετήσει τον χαρακτηρισμό του καγκελάριου Όλαφ Σολτς περί “Zeitenwende”, ή ελληνιστί περί “σημείου καμπής”. Αυτές οι αλλαγές αντικρούουν το σύνηθες παράπονο ότι οι ευρωπαϊκές χώρες, μικρόψυχα και μίζερα, βασίζονται ως “παράσιτα” στη στρατιωτική γενναιοδωρία της Αμερικής για την προστασία τους.
Αλλά, παρότι οι ευρωπαϊκές χώρες περιορίζουν την “παρασιτική” τους διάθεση, πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα ακόμη, ίσως πιο δυσεπίλυτο, πρόβλημα: αυτό της ανάπτυξης συλλογικής δράσης. Για να το θέσω απλά, το εθνικό συμφέρον και η “κλίση” καθεμιάς από τις 27 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνολικά καλύπτουν αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα εδάφους, καθιστούν δύσκολη τη χάραξη κοινής πορείας δράσης. Αυτό ισχύει για πληθώρα θεμάτων, όπως οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ο ρόλος της δικαιοσύνης, αλλά ενδεχομένως το πρόβλημα είναι οξύτερο όσον αφορά τη στρατιωτική και αμυντική πολιτική.
Το ίδιο ισχύει και για το ΝΑΤΟ, όπου μόνο έξι χώρες της Ε.Ε. δεν είναι μέλη, αλλά και για την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την ακρίβεια, μια βασική διαφωνία σχετίζεται με το αν η ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της Ε.Ε. επί της ουσίας θα υπονομεύσει, αντί να ενισχύσει, το ΝΑΤΟ. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι ανησυχίες, πολλοί προκρίνουν τον καταμερισμό εργασίας – είτε γεωγραφικά είτε βάσει συγκεκριμένων στρατιωτικών δυνατοτήτων. Ωστόσο, η ακριβής σχέση μεταξύ των δύο παραμένει αναπάντητο ερώτημα.
Βαθύτερο πρόβλημα αποτελούν οι σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά την αντίληψη και την ιεράρχηση των απειλών. Τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, που βρίσκονται πιο κοντά στη Ρωσία, εύλογα τη θεωρούν ως τη μεγαλύτερη απειλή. Οι χώρες που βρίσκονται πιο μακριά θεωρούν άλλα προβλήματα σημαντικότερα. Η Γερμανία και οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης ανησυχούν για την τρομοκρατία, η Γαλλία εστιάζει στον εξτρεμισμό και στις αναταραχές στις πρώην αφρικανικές αποικίες, όπως το Μάλι, ενώ η Ελλάδα και η Ιταλία επικεντρώνονται στην πολιτική για τους πρόσφυγες και την ασφάλεια στη Μεσόγειο.
Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι ένα ισχυρό γεωπολιτικό σοκ, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα οδηγούσε σε ένα πανευρωπαϊκό “Zeitenwende” (σημείο καμπής): ήτοι θα αποτελούσε μια ευκαιρία να ασχοληθούν με αυτά τα δύσκολα ερωτήματα και να καταλήξουν σε παραχωρήσεις που θα επιτρέψουν να σημειωθεί πρόοδος. Και τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου στην Ουκρανία, πολλές από αυτές τις διαφορές όντως τέθηκαν στο περιθώριο από το σοκ και τον τρόμο, με τις χώρες της Ευρώπης να “απαντούν” σε μεγάλο βαθμό ενωμένες στη ρωσική επιθετικότητα.
Στους μήνες που ακολούθησαν, ωστόσο, αυτές οι διαφορές αναδύθηκαν εκ νέου και κατέστησαν εμφανείς με νέους τρόπους. Ορισμένες χώρες -ιδιαίτερα η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία- μιλούν για την ανάγκη ειρηνευτικής διευθέτησης του ουκρανικού προβλήματος, παρότι συνεχίζουν να στέλνουν όπλα και οικονομική βοήθεια στο Κίεβο. Από την άλλη, οι δημοσκοπήσεις στην Πολωνία καταδεικνύουν ότι η Βαρσοβία δεν θα υποστηρίξει μια ειρηνευτική λύση έως ότου η Ρωσία τιμωρηθεί όπως της αξίζει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που ταλανίζεται από την ανάγκη επίτευξης συναίνεσης, δυσκολεύεται να προχωρήσει παραπέρα. Η πολυαναμενόμενη “Στρατηγική Πυξίδα”, το στρατηγικό σχέδιο της Ε.Ε. που υιοθετήθηκε μετά την έναρξη του πολέμου, βρίθει φιλόδοξων στόχων και υπόσχεται ένα “κβαντικό άλμα προς τα εμπρός” όσον αφορά την άμυνα – ωστόσο, στην πράξη συμβάλει ελάχιστα στην αντιμετώπιση αυτών των διαφορών.
Ελλείψει συναίνεσης, η “κόλλα” που συνεχίζει να κρατά ενωμένες της χώρες της Ευρώπης όσον αφορά την ασφάλεια είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Από τον Φεβρουάριο, η διατλαντική σχέση τους έχει επανέλθει στις γνωστές λύσεις: Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν σημαντικό αριθμό προσωπικού και όπλα υψηλής τεχνολογίας, περιορίζοντας την ανάγκη να δεσμεύσουν σημαντικούς πόρους ή να λάβουν δύσκολες αποφάσεις περί της κοινής άμυνας άλλα μέλη του ΝΑΤΟ.
Σε πολιτικό επίπεδο, η παρουσία της Αμερικής καθησυχάζει τα μέλη του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη -τα οποία μετά τον Φεβρουάριο συνειδητοποίησαν με οδυνηρό τρόπο ότι οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης δεν είναι πλέον τόσο πρόθυμες να τηρήσουν σκληρή γραμμή έναντι της Ρωσίας- ενώ επιτρέπει στη Γερμανία να ηγείται της Ευρώπης χωρίς να επιβαρυνθεί με υπέρμετρο οικονομικό και στρατιωτικό κόστος. Οι υφιστάμενες διαφωνίες, με άλλα λόγια, δεν έχουν εκλείψει. Και όσο οι ΗΠΑ έχουν παρουσία στην ήπειρο, οι ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να έχουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.
Είναι κατανοητό ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν θέλουν να εμπλακούν σε τιμωρητικούς πολιτικούς διαξιφισμούς σε μια δύσκολη περίοδο. Και είναι ίσως εύκολο να υποθέσει κανείς ότι, με 100.000 Αμερικανούς στρατιώτες στην Ευρώπη, η δέσμευση των ΗΠΑ στη διασφάλιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας είναι απαράβατη. Ωστόσο, η θητεία Τραμπ δεν πρέπει να ξεχνάται τόσο εύκολα. Η δέσμευση της Αμερικής στην άμυνα της Ευρώπης, υπό την επίβλεψη του προέδρου Μπάιντεν, μπορεί να φαίνεται διασφαλισμένη σήμερα. Αλλά με τις αυξανόμενες απειλές από την Ασία και τα προβλήματα στην εσωτερική πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, είναι πιθανότατα θέμα χρόνου να αλλάξει αυτή η στάση.
Εάν επιστρέψει δε στην προεδρία ο Ντόναλντ Τραμπ, μπορεί κάλλιστα να κάνει πράξη τις απειλές του και να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το ΝΑΤΟ. Ακόμη και ορισμένοι από τους λιγότερο ακραίους συμπατριώτες του αμφισβητούν τον ρόλο της Αμερικής στην ευρωπαϊκή άμυνα• τον Μάιο, 11 Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές καταψήφισαν την αποστολή πρόσθετης στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία. Επιπλέον, αυξάνονται οι φωνές στην Ουάσιγκτον ότι οι ΗΠΑ πρέπει να στραφούν επειγόντως στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού προκειμένου να αναχαιτίσουν την απειλή που εγείρει η Κίνα. Ακόμη και το καλύτερο σενάριο -όπου η αμερικανική κυβέρνηση παραμένει δεσμευμένη έναντι της Ευρώπης- ενέχει τον κίνδυνο η εμφάνιση μιας κρίσης αλλού να οδηγήσει σε εσπευσμένη αποχώρηση των ΗΠΑ από την Ευρώπη, αφήνοντας τις ευρωπαϊκές χώρες επί ξύλου κρεμάμενες.
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορεί εύλογα τις προηγούμενες ημέρες να επαίνεσαν την ως εκ θαύματος αναζωογόνηση της διατλαντικής συμμαχίας, ωστόσο αυτό κάθε άλλο παρά πανάκεια πρέπει να θεωρείται. Η υποστήριξη της Αμερικής αποτελεί απλώς το τσιρότο που καλύπτει τις μεγάλες διαφωνίες μεταξύ των Ευρωπαίων όσον αφορά την άμυνα. Η ουσιαστική ένωση της Ευρώπης απαιτεί οι Ευρωπαίοι ηγέτες να σηκώσουν άμεσα τα “μανίκια” και να επιλύσουν αυτές τις διαφορές.
*Η Emma Ashford είναι ανώτερη συνεργάτης στο Scowcroft Center for Strategy and Security του Ατλαντικού Συμβουλίου και συγγραφέας του βιβλίου “Oil, the State, and War”.
© 2022 Διατίθεται από το “The New York Times Licensing Group”