Ελληνικές Σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες

0
55

 

Οφείλω να διευκρινίσω εξ αρχής ότι δεν έχω καμία εμπλοκή με εκπαιδευτικό πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών εδώ και τουλάχιστον δώδεκα χρόνια, με την έννοια ότι δεν διδάσκω μαθήματα ελληνικής γλώσσας ή ελληνικού πολιτισμού. Οφείλω, όμως, επίσης να διευκρινίσω ότι αυτό αφορά μόνο το πεδίο της διδασκαλίας. Γιατί οι Ελληνικές Σπουδές είναι πεδίο εκτενέστερο του καθαρά διδακτικού και εκτείνεται στο γενικότερο πεδίο της παιδαγωγικής, έρευνας και παιδείας. Και όσον αφορά αυτό το γενικότερο πεδίο η ενασχόλησή μου είναι αμείωτη και σταθερή εδώ και σαράντα χρόνια, από το 1982 που βρέθηκα στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν μεταπτυχιακή φοιτήτρια.

Εκείνη την εποχή οι Ελληνικές Σπουδές βρισκόντουσαν στα πρώτα τους βήματα. Υπήρχαν μια-δυο έδρες, υπήρχαν μαθήματα Νέων Ελληνικών μέσα σε τμήματα Κλασσικών Σπουδών, αλλά η πλατιά αντίληψη περί Ελληνικών Σπουδών, και μεταξύ της Ελληνο-Αμερικανικής κοινότητας, και στην ευρύτερη κοινωνία, εξίσωνε τις Ελληνικές Σπουδές με τα Κλασσικά και μάλιστα, σε μεγάλο βαθμό, όχι απέχοντας πολύ από τα αντίστοιχα Εικονογραφημένα—ως Ελληνες νοούντο οι αρχαίοι ή οι ιδιοκτήτες diners. Ή καρικατούρες μαιάνδρων, ή τσολιαδάκια που χόρευαν στα διάφορα Church Festivals. Ενας κύριος λόγος αυτής της απόκλισης ήταν, βεβαίως, η ιστορία της Χούντας, που προέβαλε ως αυτο-παρουσίαση της Ελλάδας και του ελληνικού πνεύματος ή τον Σωκράτη ή το κλαρίνο, και πολλές φορές σαν να ήταν ταυτόσημες έννοιες.

Η αντίδραση στην χουντική ιδεολογία περί ελληνικής ιστορίας -δηλαδή ότι η αρχαιότητα και ο σύγχρονος λαϊκός πολιτισμός ήταν η αρχή και το τέλος της ιστορίας- κατέληξε στην τελείως αντίθετη, εξ ίσου ιδεολογική θέση, ότι δηλαδή, δεν υπήρχε καμμία σχέση ανάμεσα στις διάφορες ιστορικές περιόδους, καμμία συνάφεια ανάμεσα στην αρχαιότητα και τον τρέχοντα πολιτισμό. Ορισμένοι μελετητές, μάλιστα, υποστήριξαν ότι η τρέχουσα γλώσσα είναι άλλη γλώσσα από την «αρχαία» (δημιουργώντας έτσι μια άκαμπτη και μονολιθική αντίληψη περί γλώσσας όπου δεν χωράνε διάλεκτοι, ιδιωματισμοί, ιστορικότητες). Αυτή η ένταση, προφανώς, απέτρεψε την οριοθέτηση του πεδίου. Δεν έδωσε απάντηση στο ερώτημα «Τι είναι οι Ελληνικές Σπουδές»; και στο απότοκο ερώτημα «Τι να κάνουμε»; Να δημιουργήσουμε κι άλλα τμήματα και Κέντρα Ελληνικών Σπουδών στα πανεπιστήμια; Να αρκεστούμε στα τμήματα γλώσσας; Και το σημαντικότερο όλων, κατά τη γνώμη μου: σε ποιους απευθύνονται οι Ελληνικές Σπουδές; Ποια παιδιά μορφώνουν και για ποιους λόγους; Σε ποιες συζητήσεις υπεισέρχονται και πού γίνονται δεκτοί οι προβληματισμοί και τα ερωτήματα του πεδίου. Αλλά, κυρίως, ποιο είναι το πεδίο; Και πώς, και από ποιους θα δοθεί η απάντηση; Ποιοι θα σηκώσουν το βάρος του ορισμού του πεδίου;

Το να τίθενται ερωτήματα είναι καλό, συχνά διαυγαστικό, συχνότερα διερωτηματικό, αλλά πάντα η πράξη ενέχει τον κίνδυνο της κατασκευής ορίων και συνόρων. Οπως, δυστυχώς, και τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης του πεδίου (λαμβάνω υπ’ όψιν μου το ότι ακόμη δεν έχουμε ορίσει το πεδίο, ακόμη και σ’ αυτήν εδώ την παρέμβαση). Η ερώτηση και η συζήτηση είναι παλιά, τουλάχιστον σαράντα χρόνων: τμήματα και/ή προγράμματα ανεξάρτητα από την κηδεμονία άλλων τμημάτων και τομέων, ή απορρόφηση του επιστημονικού δυναμικού στα τμήματα των ειδικοτήτων της καθεμιάς και του καθενός; Η ανθρωπολόγος, η γεωγράφος, ο φιλόλογος, η ιστορικός, ο συγκριτιστής να βρίσκονται σε τμήματα ανθρωπολογίας, ιστορίας, φιλοσοφίας, γεωγραφίας, ή σε τμήματα/προγράμματα αμιγώς «ελληνικών σπουδών»; Για τους φιλολόγους, βέβαια, η μπάλα εδώ χάνεται γιατί δεν υπάρχουν τμήματα φιλολογίας όπου θα μπορούσαν να απορροφηθούν, οπότε πάμε πίσω στο σημείο μηδέν: τι σημαίνει «Ελληνικές Σπουδές» και πώς ορίζονται ως πεδίο; Γλώσσα; Πολιτισμός; Θετικές Επιστήμες; Πεδία, βέβαια, αλληλένδετα.

Σ’ αυτό το σημείο, νομίζω, τίθεται το μέγα πρόβλημα των χορηγών. Εχουμε στην Αμερική αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τον κατάλογο που υπάρχει στην ιστοσελίδα του MGSA, εξήντα ένα προγράμματα νεο-ελληνικών σπουδών. Μερικά εξ αυτών έχουν ιδρυθεί με απ’ ευθείας ανάθεση από το ελληνικό κράτος, όπως η Εδρα Σεφέρη, στο Χάρβαρντ. Τα περισσότερα έχουν ιδρυθεί είτε από χορηγίες ιδιωτών για τη δημιουργία έδρας (που αποτελείται από μία θέση, διευθυντική, που συνεπικουρείται από προσωρινές θέσεις που χρηματοδοτεί το εκάστοτε πανεπιστήμιο) είτε από χορηγίες της κοινότητας, που είναι σχεδόν πάντα μικρότερης οικονομικής εμβέλειας από τις ιδιωτικές χορηγίες, αλλά σχεδόν πάντα καταλήγουν σε πιο ευέλικτα σχήματα δεδομένου ότι (συνήθως) δεν ονοματίζουν την έδρα.

Αλλά το ερώτημα του πεδίου παραμένει και απάντηση δεν παίρνει, γιατί το περιρρέον κλίμα γύρω από το τι είναι «Ελληνικές Σπουδές» βρίσκεται στο ίδιο σκοτάδι όπως πάντα, παραπαίοντας μεταξύ του Σωκράτη και του κλαρίνου, όπου συγκριτικά ελάχιστες θαρραλέες φωνές και παρουσίες προσπαθούν να διαρρήξουν το μονολιθικό και περιοριστικό αυτό αφήγημα και να αρθρώσουν το ότι υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα που αξίζει να μελετάται και στην οποία οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή της κοινότητας, εκείνη η Ελλάδα που έχει τεθεί στο περιθώριο, η Ελλάδα της Σαπφούς και του Θεόφιλου Καϊρη, της Ρέας Γαλανάκη και του Σωτήρη Δημητρίου, του Θανάση Παπακωνσταντίνου και του Θανάση Καμπαγιάννη, του Ιάννη Ξενάκη και του Ζακ Κωστόπουλου, της Μάρθας Φριντζήλα και της Μάρθας Φύσσα, του Μωϋσή Ελισάφ και του Κωστή Παπαϊωάννου, η Ελλάδα των πνιγμένων και δολοφονηθέντων προσφύγων, των μικρών, τοπικών πολιτιστικών συλλόγων και των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών περιοδικών και συλλογικοτήτων που υπάρχουν μόνο χάρη στην προσωπική προσπάθεια των δημιουργών και συνεργατών τους. Και ότι το σχήμα των «Ελληνικών Σπουδών», όπως κι αν το ορίσουμε και το καθορίσουμε, θα περιλαμβάνει και την Διαμάντα Γκαλάς, και τον Λουκά Σαμαρά, και την Χρύσσα, και τον Νικόλα Κάλας, και θα αναγνωρίζει ότι έχει υπάρξει μια ελληνική Αμερική των απεργιών και των συνδικάτων, των κοινωνικών αγώνων και της δικαιοσύνης, έτσι όπως έχει υπάρξει η ελληνική Αμερική του AHEPA και της ESSO-Pappas. Ετσι ώστε όταν γίνονται δωρεές και κληροδοτήματα για την εγκαθίδρυση εδρών για «Ελληνικές Σπουδές» δεν θα αυτο-γκετοποιούνται με την ονοματοδοσία από τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, αλλά θα συνυπολογίσουν το τεράστιο εύρος της ελληνικής παρουσίας και θα χρηματοδοτήσουν θέσεις μέσα σε ήδη υπάρχοντα τμήματα πεδίων έτσι ώστε η ελληνική πραγματικότητα να συμπεριλαμβάνεται στις γενικότερες επιστημονικές και παιδαγωγικές συζητήσεις σαν παράδειγμα και όχι σαν αναχρονιστικό υπόδειγμα.

 

Πηγή