Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημάνουμε ότι η Στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων όπως η Αμερική, έχει ως στόχο την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και όχι των φίλων ή συμμάχων.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και να μην έχουμε αυταπάτες. Απλώς επιλέγουν συμμάχους ή φίλους και συνάπτουν αμυντικές ή στρατιωτικές συμφωνίες όταν εξυπηρετούνται με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά τους, όπως η Αλεξανδρούπολη και η Σούδα. Και μέσω αυτών βέβαια εξυπηρετούνται και τα συμφέροντα των φίλων ή συμμάχων.
Η χώρα μας αυτό που πρέπει να κάνει, αντί να υπάρχει στο εσωτερικό από κάποιους η γκρίνια για το αν πήραμε κάποια ανταλλάγματα, είναι να αξιοποιήσει αυτή τη συμφωνία, όπως και τις άλλες με τη Γαλλία και τα ΗΑΕ, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της και να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα Εθνικά της συμφέροντα. Και η αλήθεια είναι ότι αυτό κάνει σήμερα και είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Τις τελευταίες όμως ημέρες βλέπουμε με απογοήτευση, η δημόσια συζήτηση να έχει επικεντρωθεί στην υπόθεση της αποδέσμευσης ή μη της πλέον σύγχρονης έκδοσης των F-16 Block 70/72 για την Τουρκία, με τη διεξαγωγή μιας λανθασμένης εσωτερικής συζήτησης, με εμφανή πρόθεση την εξυπηρέτηση κάποιων κομματικών στόχων. Με μια τέτοια πολιτική νοοτροπία από πλευράς αντιπολίτευσης, είναι ποτέ δυνατόν να συμπεριφερθεί ορθολογικά η χώρα μας; Αυτά που θα έπρεπε να μας απασχολούν είναι εντελώς διαφορετικά.
Ο δρόμος για την αγορά των F-16 VIPER από την Τουρκία είναι ακόμη μακρύς. Το ότι έγινε αυτή η κίνηση από το Κογκρέσο είναι και ένα μέσον πίεσης προς την Τουρκία μέχρι τις εκλογές για να την έχουν οι Αμερικανοί ελεγχόμενη, με τη μέθοδο του μαστιγίου και του καρότου.
Δεν είναι καλό να απογοητευόμαστε ή να εντυπωσιαζόμαστε τόσο εύκολα αγνοώντας τις πραγματικές διαστάσεις και τις διεργασίες που γίνονται πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας.
Το συμφέρον της χώρας μας είναι να κερδίσει όσον το δυνατόν περισσότερο χρόνο, ώστε να αποκαταστήσει το ισοζύγιο ισχύος στην περιοχή για να ενισχύσει την αποτρεπτική της ικανότητα.
Και αυτό το έχει επιτύχει μέχρι στιγμής. Καθότι ακόμη και το 2023 να δοθεί από την Αμερική η έγκριση αγοράς των F-16 από την Τουρκία, αυτή θα τα έχει μετά από 5 ή 6 χρόνια, εάν βέβαια δεν υπάρξουν προβλήματα.
Μέχρι τότε η Ελλάδα θα έχει στο οπλοστάσιό της, 24 υπερσύγχρονα RAFAL , 83 F-16 VIPER, 38 F-16 BLOCK 50 αναβαθμισμένα σε Advance, 3 ή 4 φρεγάτες BELHARA, βλήματα METEOR, στρατηγικά βλήματα αέρος –εδάφους και αντιπλοϊκά μεγάλου βεληνεκούς που δεν έχει η Τουρκία, μη επανδρωμένα αεροσκάφη τα οποία θα φέρουν οπλισμό, σύγχρονα συστήματα αντιμετώπισης των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και βεβαίως θα έρχονται τα πρώτα αεροσκάφη F-35 5ης γενιάς. Η χώρα μας δεν θα έχει μόνον αεροπορική υπεροχή αλλά και αεροπορική κυριαρχία. Αυτό ενοχλεί και τρέμει η Τουρκία.
Ήδη η καθυστέρηση αυτή που πέτυχε το ελληνικό λόμπι, μας έχει ωφελήσει καθότι έχει κερδηθεί πολύτιμος χρόνος για την ενίσχυση της ελληνικής άμυνας.
Από την άλλη αν η Τουρκία δεν πάρει τα F-16 V, το σίγουρο είναι ότι θα στραφεί σε άλλες λύσεις, όπως αυτή του EUROFIGHTER TYPHOON της αναβαθμισμένης έκδοσης Tranche 3A ή 4, με δυνατότητες αντίστοιχες των RAFAL ή το σουηδικό 4ης γενιάς GRIPEN με σύγχρονα οπλικά συστήματα.
Εάν λοιπόν στραφεί σε αυτές τις εναλλακτικές λύσεις, μήπως θα πρέπει να μας απασχολήσει, αν τελικά μας συμφέρει η Τουρκία να πάρει τα F-16 τα οποία τουλάχιστον γνωρίζουμε; Δηλαδή γνωρίζουμε τις δυνατότητες των και όχι η απόκτηση των παραπάνω αεροσκαφών με ίδιες ή και ενδεχομένως υπέρτερες επιχειρησιακές δυνατότητες; Να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο, όπως το βλέπουν κάποιοι. Διότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται, ούτε όπως παρουσιάζονται.
Αυτό που πρέπει να κάνει η χώρα μας, είναι να χαράξει μια διαχρονική πολιτική για την άμυνα και τους εξοπλισμούς, όπως κάνει τελευταία και σε διπλωματικό επίπεδο και έχουμε εμφανή αποτελέσματα.
*Ο Κωνσταντίνος Ιατρίδης είναι Αντιπτέραρχος (Ι)εα., Επίτιμος Διοικητής ΔΑΥ, Επίτιμος Πρόεδρος Ένωσης Αποστράτων Αεροπορίας και Αμυντικός Αναλυτής